Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα review. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα review. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 8 Απριλίου 2025

"Πικρές Αλήθειες" του Μάικ Λι | EDITORIAL

Πολύ αγαπημένος σκηνοθέτης ο Μάικ Λι, ο σκηνοθέτης των βλεμμάτων, των ανθρώπινων εκφράσεων, ο σκηνοθέτης που χαρτογραφεί σπιθαμή προς σπιθαμή την ανθρώπινη ψυχή, μας μιλάει για τις πικρές, σκληρές αλήθειες της ζωής μας, και μας τις αποκαλύπτει με μεγάλη ευαισθησία, απλά, λιτά, ανθρώπινα.
Ο Μάικ Λι, μαζί με τον  Στίβεν Φρίαρς και τον Κεν Λόουτς απαρτίζουν τη μεγάλη τριάδα του σύγχρονου αγγλικού κινηματογράφου, που στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 το έργο τους καταξιώνεται και οι ίδιοι καθίστανται οι βασικοί εκπρόσωποι του νέου ρεαλισμού στον βρετανικό κινηματογράφο. Ενός κινήματος  που σαφώς και φέρει πολλές επιρροές από τον ιταλικό νεορεαλισμό και το κίνημα του free cinema που είχαν προηγηθεί μερικές δεκαετίες πριν, και που ένα από τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι ότι η  θεματολογία των ταινιών τους αντλεί από τις συνθήκες ζωής των απλών ανθρώπων. Συνθήκες που τους κάνουν να βρίσκονται σε δύσκολη κοινωνική ή οικονομική ή  ψυχολογική κατάσταση  από  όπου καλούνται να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Και ενώ ο Φρίαρς δείχνει να επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στους περιθωριακούς και απόκληρους, τις φυλετικές ή σεξουαλικές μειονότητες και το προλεταριάτο, ο δε Λόουτς ασκεί κριτική στο καθεστώς, προσανατολίζοντας τη θεματολογία του στα προβλήματα της εργατικής τάξης, ο τρίτος της παρέας ο Μάικ Λι, επικεντρώνεται θεματικά στα υπαρξιακά προβλήματα των ηρώων του και με το οξυδερκές του βλέμμα καταφέρνει να ανασύρει στην επιφάνεια τις αιτίες των προβλημάτων. Έτσι που ακόμη και αν οι συμπεριφορές των ηρώων του φτάνουν στα άκρα, αυτό να μην μας ξενίζει, καθώς εστιάζουμε  την προσοχή μας όχι στο πώς, αλλά στο γιατί της συμπεριφοράς. Οι δυσλειτουργικές οικογένειες, η δυσκολία έκφρασης και επικοινωνίας των μελών , η μοναξιά,  οι απαξιωτικές συμπεριφορές και τα βαθιά ψυχικά τραύματα που αυτές προκαλούν, αποτελούν τα βασικά θέματα που βρίσκονται στο επίκεντρο των περισσοτέρων  ταινιών του Μαικ Λι, ανάμεσα στις οποίες και η τελευταία του ταινία "Πικρές Αλήθειες". 
Τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή της Πάνσι (η νεαρή πρωταγωνίστρια Μαριάν Ζαν-Μπατίστ που την είχαμε γνωρίσει στην ταινία "Μυστικά και Ψέματα", μεγάλωσε και υποδύεται άψογα των ρόλο της νευρωτικής νοικοκυράς) της μεσήλικης μικροαστής γυναίκας που ζει σε ένα άνετο διαμέρισμα σε κάποιο προάστιο του Λονδίνου με τον σύζυγο και τον 22χρονο γιο της. Νευρωτική, υποχόνδρια, μικροβιοφοβική , διαρκώς θυμωμένη , αγοραφοβική με πολλές κρίσεις πανικού και ανήσυχους ύπνους που την κάνουν να πετάγεται απότομα με το παραμικρό. Άκρως καταπιεστική απέναντι  στον γιο και στον άντρα της που διαρκώς τους κατακρίνει και τους απαξιώνει. Η ίδια ασφυκτιά συναισθηματικά στην πολυτελή φυλακή του διαμερίσματος της που ίσως κάποτε αποτελούσε το όνειρό της. ‘Ενα όνειρο που μάλλον απόδραση από το μεγάλο υπαρξιακό κενό της ήταν, παρά όνειρο εκπλήρωσης πραγματικών επιθυμιών. Ποτέ της δεν αφουγκράστηκε τις πραγματικές της επιθυμίες η Πάνσι, κουβαλώντας και αυτή τις παθογένειες της οικογένειας των παιδικών της χρόνων και μεταφέροντάς τες στην δική της. Ετεροκαθορισμένες επιθυμίες που όσο τις εκπλήρωνε τόσο μεγάλωνε το κενό μέσα της, έτσι που τώρα η ίδια να μιλάει ακατάπαυστα, αλλά να μην λέει τίποτα και να μην την ακούει κανείς.  Μόνο σαν  απεγνωσμένη κραυγή βοήθειας καταλήγουμε στο τέλος να ακούμε τα λόγια της. Σύζυγος και γιος στέκουν ανήμποροι να παράσχουν την όποια βοήθεια προς αυτή τη γυναίκα. Η συμπεριφορά της τους κουράζει, τους καταρρακώνει, τους ακινητοποιεί. Ο μεν σύζυγος αντιδρά στωικά, λιγομίλητος σαν να έχει αποδεχτεί το μόνιμο της κατάστασης, της έλλειψης επικοινωνίας με τη γυναίκα του και σαν να έχει κανονικοποιήσει τη συμπεριφορά της, θεωρώντας την δεδομένη και ακίνδυνη. Ο δε γιος ξεσπά όλη την πίεση  της οικογένειας που δέχεται στο φαγητό . Μόνο εκεί νιώθει ζωντανός. Όλος ο άλλος χρόνος βιώνεται στην απόλυτη απομόνωση, στην παντελή έλλειψη επικοινωνίας. 
Ο Μάικ Λι υιοθετεί ένα λιτό ρεαλιστικό ύφος μέσα από το οποίο δεν καταγράφει μόνο τη συμπεριφορά  των τριών μελών της οικογένειας, αλλά με την ευαίσθητη και διορατική ματιά του, καταγράφει και τον τρόπο που αντιμετωπίζεται αυτή η οικογένεια από τους άλλους. Από τη μία η οικογένεια της Πάνσι με τα κραυγαλέα και ολοφάνερα προβλήματα, τη νευρωτική μητέρα, τον υπέρβαρο απομονωμένο γιο, τον σιωπηλό πατέρα, και από την άλλη η οικογένεια της αδελφής της με τις δύο νεαρές κόρες της, που έχουν επιλέξει έναν άλλον τρόπο επίλυσης των δικών τους προβλημάτων. Να μην τα πολυσυζητούν και να δείχνουν προς τα έξω την εικόνα της χαρούμενης, αρμονικά δεμένης οικογένειας, όπου στο εσωτερικό της υπάρχει μία αυτονομία και ένας σεβασμός μεταξύ των μελών της, τα προβλήματα όμως που απασχολούν το κάθε μέλος δεν μπαίνουν στο τραπέζι, προσπερνιούνται. Έτσι που η εικόνα προς τα έξω της χαρούμενης και ευτυχισμένης οικογένειας να λειτουργεί ανατροφοδοτικά προς την ίδια, όχι φυσικά λύνοντας τα προβλήματα που υπάρχουν,  αλλά επικαλύπτοντάς τα, παρατείνοντας τη στιγμή της αποκάλυψής τους, κάτι όμως που φαινομενικά δεν δείχνει να τις απασχολεί ιδιαίτερα. Και εδώ ο εμπειρότατος στην ανατομία των ανθρωπίνων σχέσεων, Μάικ Λι, με τα σκηνοθετικά  ταιριασμένα στιγμιότυπα της καθημερινότητας όλων των ηρώων του, καταφέρνει να μας μιλήσει για το μυστήριο της μοναξιάς που βρίσκεται στην καρδιά των σχέσεων  και για τον μεγάλο φόβο των ανθρώπων να αποκαλυφθεί  η ευαλωτότητά τους , να αποκαλυφθεί η αδυναμία τους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, καταλήγοντας να φτιάχνουν ένα μικρό περιχαρακωμένο σύστημα, όπου οι υπόλοιποι είναι οι «παρείσακτοι» που τους υποδέχονται με ζεστασιά μεν, γιατί αυτό συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι, αλλά με απουσία ειλικρίνειας. 
Ο Μάικ Λι πλησιάζει με ενδιαφέρον και στοργή όλους τους ήρωές του, γιατί δεν το ενδιαφέρει να κατακρίνει συμπεριφορές αλλά να διακρίνει το αίτιο και το αιτιατό σε αυτές. Και ξεσκεπάζει αυτό που δεν φαίνεται. Αυτό που κρύβεται πίσω από το βόλεμα του «όλα πάνε καλά». Κι ας φαίνεται ότι «όλα πάνε καλά». Καταφέρνει να αποσπάσει την προσοχή μας  από τις κραυγές της Πάνσι, που δεν κρύβει τα προβλήματά της, από την απομόνωση του υπέρβαρου γιου που και αυτός «φωνάζει» για συντροφικότητα και επικοινωνία, και να μας αποκαλύψει την υποκρισία των άλλων. Μια υποκρισία που όχι μόνο δεν βοηθά την Πάνσι και την οικογένειά της να βγει από το αδιέξοδο της, αλλά την κάνει να βουλιάζει ακόμη περισσότερο σε αυτό. Οι άνθρωποι, μας λέει ο Μάικ Λι, στις μεταξύ τους συναναστροφές,  ώρες ώρες, γίνονται πολύ σκληροί, όχι σκόπιμα, αλλά περισσότερο για λόγους ευκολίας.  Γιατί τους είναι πιο εύκολο να κρίνουν τις συμπεριφορές των άλλων, να τις αξιολογούν σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς που και οι ίδιοι έχουν αποδεχτεί, ακόμη κι αν "στριμώχνονται" πολύ και οι ίδιοι μέσα σε αυτά, από το να σταθούν σαν ίσος προς ίσον απέναντι στον άλλον και να μιλήσουν με απόλυτη ειλικρίνεια για τους δικούς τους φόβους, τις δικές τους ανασφάλειες, τις δικές τους πιέσεις, και τις δικές τους πραγματικές ανάγκες . Από το να μοιραστούν αληθινά. 
Πολύ αγαπημένος σκηνοθέτης ο Μάικ Λι, ο σκηνοθέτης των βλεμμάτων, των ανθρώπινων εκφράσεων, ο σκηνοθέτης που χαρτογραφεί σπιθαμή προς σπιθαμή την ανθρώπινη ψυχή, μας μιλάει για τις πικρές, σκληρές αλήθειες της ζωής μας, και μας τις αποκαλύπτει με μεγάλη ευαισθησία, απλά, λιτά, ανθρώπινα.

--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

"Armand" του Χάλφνταν Ούλμαν Τέντελ | EDITORIAL

Η Ελίζαμπεθ, μητέρα του εξάχρονου Αρμάντ και οι γονείς του Γιον -συμμαθητή του Αρμάντ- η Σάρα και ο Άντερς καλούνται από τη διεύθυνση του σχολείου, προκειμένου να συζητήσουν ένα πρόβλημα που έχει προκύψει στις σχέσεις των παιδιών τους. Ένα πρόβλημα για το οποίο η Ελίζαμπεθ δεν έχει ενημερωθεί, αντίθετα οι γονείς του Γιον είναι ενήμεροι από τον ίδιο τους τον γιο, που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση από τον Αρμάντ. Η συνάντηση των γονέων γίνεται  στο σχολείο, το οποίο σταδιακά, από τόπος συνάντησης μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Ένα πεδίο μάχης στο οποίο ο τελικός σκοπός της συνάντησης που είναι να ερευνηθεί το περιστατικό, να αποκαλυφθεί η αλήθεια των γεγονότων και να ληφθούν μέτρα προς όφελος και των δύο παιδιών για οτιδήποτε έχει συμβεί, καθίσταται ανέφικτος. Ο χώρος του σχολείου μετατρέπεται σε ένα πεδίο έντονων συγκρούσεων και διαξιφισμών που ανασύρουν πολλές αθέατες όψεις της προσωπικότητας, όχι όμως των παιδιών, αλλά των γονιών τους. Γι αυτό και από το κάδρο απουσιάζουν εντελώς τα παιδιά . Στον χώρο του σχολείου λείπουν οι μαθητές, όχι όμως και τα παθογενή περιβάλλοντα μέσα στα οποία αυτοί ζουν. Αυτά τα περιβάλλοντα που κουβαλούν μαζί τους στη σχολική τάξη και που επηρεάζουν άμεσα τη συμπεριφορά τους, χωρίς όμως να μπορούν να ανιχνευθούν εύκολα, πολλές φορές ούτε καν γίνονται αντιληπτά. Η εκπαιδευτικός των δύο μικρών μαθητών, ο διευθυντής και η ψυχολόγος του σχολείου, προσπαθώντας να συντονίσουν τη συζήτηση, καταλήγουν στο τέλος απλά να εποπτεύουν μια κατάσταση την οποία καθίστανται και οι ίδιοι ανίκανοι να ελέγξουν. 
Μία υποβόσκουσα βία που εκδηλώνεται με αφορμή ένα περιστατικό ανάμεσα σε δύο εξάχρονους μικρούς μαθητές σε ένα Δημοτικό Σχολείο στη Νορβηγία, αρχίζει σιγά σιγά να ανεβαίνει προς την επιφάνεια και από λεπτό σε λεπτό να γίνεται όλο και πιο ανεξέλεγκτη, όλο και πιο ορμητική, έτσι που κάθε προσπάθεια ελέγξιμου της κατάστασης μέσω της πολιτικής ορθότητας από τη μεριά της διεύθυνσης του σχολείου, να πέφτει στο κενό. Μία βαθιά ριζωμένη βία που απλώνει τις ρίζες της  σε όλους τους χώρους των κοινωνικών ομάδων που απαρτίζουν το περιβάλλον των μαθητών, καθώς και των θεσμών όπως το σχολείο και η οικογένεια.  
Μία εκπαιδευτικός που νοιάζεται πραγματικά για τα παιδιά, αλλά που δεν μπορεί να παραβλέψει την εντολή του διευθυντή της, που της συστήνει σύνεση και διπλωματία και που της υπενθυμίζει ότι εκπροσωπεί το σχολείο, επομένως η δική της γνώμη δεν μετράει. 
Ένας κουρασμένος διευθυντής που θέλει η υπόθεση των παιδιών να κλείσει όσο το δυνατό πιο σύντομα και πιο μυστικά, για να μην διασυρθεί η φήμη του σχολείου. 
Μια ψυχολόγος που έχει έτοιμο το αλφαβητάρι των ατομικών και γενικών μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν με σκοπό την τροποποίηση της συμπεριφοράς, χωρίς να επιχειρεί μία σε βάθος ανίχνευση των αιτίων της εκάστοτε συμπεριφοράς. 
Και γονείς. Έτοιμοι να δικάσουν. Έτοιμοι να αποδώσουν κατηγορίες, ακόμη κι αν τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους είναι φήμες. Γονείς που δημιουργούν μια εικόνα για το παιδί τους που καθρεφτίζει τις δικές τους προσδοκίες, τις δικές τους επιθυμίες, τα δικά τους ανεκπλήρωτα. Και που αντιμετωπίζουν με μεγάλη καχυποψία οτιδήποτε ή οποιονδήποτε επιχειρεί να χαλάσει αυτή την εικόνα. Γονείς τέλος, που δημιουργούν τους δικούς τους ψεύτικους κόσμους για να ξεφύγουν από τις δικές τους ανασφάλειες και τα δικά τους δισεπίλυτα χρόνια καταχωνιασμένα προβλήματα. Που όλη τους η ενεργητικότητα αναλώνεται στη διατήρηση αυτών των κόσμων. Των κόσμων της υποκρισίας, της ψευδαίσθησης, της ματαιότητας.  
Και από την άλλη μεριά η Ελίζαμπεθ (εξαιρετική η ερμηνεία της Ρενάτε Ρέισβε, την έχουμε δει στην ταινία. "Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο" και προσφάτως στην ταινία "A Different Man" που προβλήθηκε στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης) με τον γιο της τον Αρμάντ, αντιμέτωπη με όλους τους παραπάνω. Αγωνιά, ξαφνιάζεται, τρομάζει, ασφυκτιά, νιώθει μόνη, εγκαταλελειμμένη, γεμίζει ενοχές για το αν τελικά είναι καλή μάνα, ξεσπά σε νευρικό γέλιο,μεγάλης διάρκειας, που καταλήγει σε κλάμα εκτονώνοντας όλη την ασφυκτικά βίαιη πίεση που ασκείται πάνω της, και καταδεικνύοντας ταυτόχρονα, την υποκρισία μέσα στην οποία βουλιάζει ένα ολόκληρο σχολείο. 
Στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο 35χρονος Χάλφνταν Ούλμαν Τέντελ, εγγονός των Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και Λιβ Ούλμαν μας παραδίδει μία ταινία που μπορεί σε κάποια σημεία να χάνει τον ρυθμό της – με την κάπως αταίριαστη, όχι νοηματικά, αλλά σε επίπεδο μορφής, παρεμβολή σκηνών όπου το όνειρο και η φαντασίωση υποκαθιστούν την πραγματικότητα- δείχνει όμως ότι έχει μάθει πολλά από τον παππού του, ξέροντας να χειρίζεται σωστά την κάμερα, που με τα κοντινά πλάνα αναδεικνύει με εξαιρετική πλαστικότητα και φωτισμό τις παραμικρές λεπτομέρειες των προσώπων, εντείνοντας έτσι την αίσθηση του πλησιάσματος και της εμβάθυνσης των χαρακτήρων. 
Θυμίζοντάς μας Θέατρο Δωματίου, λίγα πρόσωπα σε περιορισμένο χώρο, όπου ο κινηματογραφικός χρόνος ταυτίζεται με τον πραγματικό και όπου διερευνάται η ψυχολογία των ηρώων μέσω της οικειότητας και της εγγύτητας που νιώθει ο θεατής με τα πρόσωπα, ο Τέντελ επιχειρεί μια λεπτομερή και βαθιά  ανάλυση του φαινομένου της εσωτερικευμένης βίας ανθρώπων και θεσμών, η οποία όσο και αν επιχειρείται να συγκαλυφθεί, γίνεται αντιληπτή από τα παιδιά, που  τη νιώθουν και αντιδρούν σε αυτήν καλώντας με τον δικό τους τρόπο  σε βοήθεια. 
Παραμένει πάντα ένα ζητούμενο όμως,  αν και κατά πόσο μπορούν αυτές οι  φωνές να ακουστούν, να φτάσουν στους δέκτες τους...
Η ταινία απέσπασε το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στο Φεστιβάλ των Καννών και το βραβείο της ΠΕΚΚ (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου) στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας.

--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:

"Το Παρίσι του Σουλεϊμάν" του Μπορίς Λοζκίν | EDITORIAL

Το Παρίσι του Σουλεϊμάν δεν είναι η Πόλη του φωτός ,των μεγάλων μουσείων, των φημισμένων κήπων, των ανακτόρων . Δεν είναι το  Παρίσι της κοσμοπολίτικης νυχτερινής ζωής, των ρομαντικών περιπάτων στις όχθες του Σηκουάνα και στα πλακόστρωτα της Μονμάρτρης, στα υποφωτισμένα  μπιστρό με τους πελάτες να απολαμβάνουν το ακριβό  γαλλικό κρασί συνοδευόμενο από μελωδίες τύπου "Sous le ciel de Paris" (Κάτω από τον παριζιάνικο ουρανό). Δεν είναι το Παρίσι της μόδας και των διάσημων  σχεδιαστών, των πανάκριβων ρούχων, των  αξεσουάρ και των αρωμάτων. 
Το Παρίσι του Σουλεϊμάν είναι η σκοτεινή και αθέατη πλευρά εκείνης της πόλης που παραμένει μακριά από τους χώρους επίσκεψης των τουριστών με τα γερά πορτοφόλια. 
Και εμείς μαζί τους ως ενεργοί θεατές, δεν περιοριζόμαστε στη θέαση, ούτε στην απλή ανάγνωση της ταινίας, αλλά συνειδητοποιούμε και νιώθουμε έντονα ότι στα όρια αυτών των αντοχών κάποτε πρέπει να μπει ένα τέλος, μία κόκκινη γραμμή, μέσω μιας συλλογικής πολιτικής πρακτικής που θα ανατρέπει τους κυρίαρχους ιδεολογικούς μηχανισμούς, έτσι που να πάψει ο κάθε Σουλεϊμάν να αναγκάζεται να αντέχει την ύπαρξή του, και απλά να χαίρεται και να απολαμβάνει που ζει και υπάρχει. 
Το Παρίσι του Σουλεϊμάν είναι η πόλη των μεγάλων ταξικών αντιθέσεων, εκεί όπου η φτώχεια και η αθλιότητα δεν έχουν καμία απολύτως φωτογένεια. Είναι η αθέατη μεριά της τουριστικής γκλαμουριάς, είναι ο άλλος κόσμος που δεν αποτελεί πόλο έλξης για τους επισκέπτες του. Είναι η πόλη των ντελιβεράδων, των μεταναστών, της προσφυγιάς, των ανθρώπων που περνούν τα βράδια τους σε εστίες φιλοξενίας, που αν δεν προλάβουν το νυχτερινό λεωφορείο μπορεί και να περάσουν τη βραδιά τους στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Είναι το Παρίσι των μοναχικών ανθρώπων που αναζητούν τη χαμένη τους ταυτότητα. Των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους και που διαπιστώνουν ότι για αυτούς τα περιθώρια βελτίωσης της ζωής τους είναι ελάχιστα. Των ανθρώπων που αντικρίζουν κατάματα το σκληρό, εχθρικό, βίαιο πρόσωπο του καπιταλισμού και που διαπιστώνουν έντρομοι ότι ελάχιστα απέχει από αυτό που  τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τη δική τους πατρίδα. 
Αντίστροφα μετράει ο χρόνος για τον Σουλεϊμάν τον πρόσφυγα από τη Γουινέα, που στον φιλμικό χρόνο που διαρκεί μιάμιση ώρα, συμπυκνώνεται η ζωή δύο ημερών, όπου μέσα σε αυτές δίνει έναν τιτάνιο αγώνα, προκειμένου να κερδίσει την πολυπόθητη άδεια παραμονής του σε μία χώρα, που με πίκρα διαπιστώνει ότι είναι εξίσου αφιλόξενη- παρά το υψηλό οικονομικό και πολιτιστικό της επίπεδο- με τη χώρα από την οποία προέρχεται. Δεν είναι το ταξίδι, δεν είναι οι κακουχίες, δεν είναι η φρίκη που πέρασε ο Σουλεϊμάν για να φτάσει στον τελικό του προορισμό. Το χειρότερο είναι αυτό που αντικρίζει . Που διαπιστώνει ότι στη νέα του ζωή πρέπει να απαρνηθεί την προηγούμενη. Που πρέπει να γίνει ένας άλλος άνθρωπος ξεριζωμένος, αποκομμένος από τους συναισθηματικούς δεσμούς που τον ενώνουν με ό,τι άφησε πίσω του. Που πρέπει να επινοήσει ένα παραμύθι γιατί το σύστημα τον απορρίπτει. Έχει συγκεκριμένες φόρμες ο καπιταλισμός, στις οποίες εντάσσει τους ανθρώπους στη χοάνη του. Είναι το παράλογο που δεν μπορεί να κατανοήσει, ο Σουλεϊμάν, που μέσα στον ξέφρενο ρυθμό να πραγματοποιήσει τον τελικό του στόχο, που είναι η διαμονή του, συνειδητοποιεί ότι τελικά αυτός ο στόχος είναι ανούσιος. 
Ο Λοζκίν μας παραδίδει μια αμιγώς πολιτική ταινία που αναδεικνύει τους κοινωνικούς σχηματισμούς μέσα στους οποίους εγγράφεται η ιστορία του Σουλεϊμάν, η ιστορία των προσφύγων, των κατατρεγμένων, των ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν στις μεγάλες μητροπόλεις, των ανθρώπων που αντέχουν και όλο αντέχουν... Και εμείς μαζί τους ως ενεργοί θεατές, δεν περιοριζόμαστε στη θέαση, ούτε στην απλή ανάγνωση της ταινίας, αλλά συνειδητοποιούμε και νιώθουμε έντονα ότι στα όρια αυτών των αντοχών κάποτε πρέπει να μπει ένα τέλος, μία κόκκινη γραμμή, μέσω μιας συλλογικής πολιτικής πρακτικής που θα ανατρέπει τους κυρίαρχους ιδεολογικούς μηχανισμούς, έτσι που να πάψει ο κάθε Σουλεϊμάν να αναγκάζεται να αντέχει την ύπαρξή του, και απλά να χαίρεται και να απολαμβάνει που ζει και υπάρχει. 
"Το Παρίσι του Σουλεϊμάν" παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Καννών 2024 στο τμήμα "Ένα Κάποιο Βλέμμα" και κέρδισε το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής και το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας για τον Αμπού Σανγκαρέ (ερασιτέχνης ηθοποιός), τιμήθηκε με 3 Σεζάρ αλλά και με το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου.

--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:

"Baby" του Μαρσέλο Καετάνο | EDITORIAL

Ο Καετάνο στρέφει τον φακό του στις σκοτεινές γωνιές των φαβέλων του Σάο Πάολο. Εκεί όπου η ζωή δεν προχωρά. Σέρνεται στη φτώχεια και την ανέχεια. Παλεύει να υπάρξει ανάμεσα σε τσιμεντένιους τοίχους, μικρά σκοτεινά δωμάτια και μια κοινωνία που αδιαφορεί.
Εκεί θα συναντήσουμε τον  18χρονο Γουέλινγκτον που μόλις αποφυλακίστηκε. Έμεινε δύο χρόνια έγκλειστος. Δεν γνωρίζουμε γιατί. Δεν έχει σημασία, γιατί στην πορεία διαπιστώνουμε πως τα δικά του αδικήματα –όποια κι αν ήταν– ξεθωριάζουν μπροστά στα «εγκλήματα» που διαπράττονται εις βάρος του. Από εκείνους που βρίσκονται έξω από τη φυλακή και έχουν παραχωρήσει αυθαίρετα στον εαυτό τους το "δικαίωμα" να στερούν ελευθερίες και δικαιώματα από ανθρώπους που, λόγω της αδυναμίας τους, δεν μπορούν ούτε να τα διεκδικήσουν ούτε να τα υπερασπιστούν.
Μια ομορφιά που αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, μέσα από λεπτές, σχεδόν ανεπαίσθητες στιγμές: μια ματιά γεμάτη τρυφερότητα, ένα άγγιγμα καθησυχαστικό, στιγμές ξεγνοιασιάς, μια εσωτερική και βαθιά επικοινωνία  ανάμεσα σε ανθρώπους που μοιράζονται για λίγο μια κοινή ανάσα γαλήνης.
Ο Γουέλινγκτον –που θέλει να τον φωνάζουν Baby– ζει μόνος. Όχι επειδή έφυγε από το σπίτι του. Επειδή οι γονείς του έφυγαν από αυτόν.
Μέσα στη φτώχεια και την εγκατάλειψη, το σώμα του γίνεται το μοναδικό του μέσο επιβίωσης. Πέφτει στην πορνεία. Περνά από τα φτηνά πορνοσινεμά και τις γωνιές όπου η ανθρώπινη σάρκα ανταλλάσσεται με χρήμα ή ναρκωτικά. Ζει σε μια άλλη φυλακή. Πιο αόρατη. Πιο ανελέητη.
Κι όμως, είναι μόλις 18. Και, όπως κάθε νέος, ονειρεύεται. Ελπίζει. Ψάχνει μια πατρική φιγούρα. Έναν χώρο που να ανήκει. Μια αγκαλιά που να τον χωρά. Μπορεί να ζει στους δρόμους, αλλά δεν παύει να έχει τις ίδιες ανάγκες με κάθε άλλο νέο της ηλικίας του: την ασφάλεια, τη ζεστασιά, την πίστη ότι κάποιος θα σταθεί δίπλα του.
Και εκεί βρίσκεται η ομορφιά. Όχι στον κόσμο γύρω του, αλλά μέσα του. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται και η σκηνοθετική δύναμη του Καετάνο. Ο φακός του διαπερνά την εξωτερική ασχήμια για να σταθεί και να φωτίσει την ομορφιά και την καθαρότητα του ανθρώπινου βλέμματος του νεαρού πρωταγωνιστή του. Ο φακός του διαπερνά τους τοίχους της μιζέριας, ακολουθώντας  τις ψυχές που περιφέρονται πίσω από αυτούς. Και ξεχωρίζει εκείνες που, μέσα στην εξαθλίωση, παραμένουν άθικτες. Καθαρές.
Η ομορφιά του Γουέλινγτον βρίσκεται στην επιμονή του. 
Στην επιμονή, του να ελπίζει. Να αναζητά την οικογένειά του, πιο πολύ για να εντοπίσει τα αίτια της αδυναμίας της να τον συμπεριλάβει στους κόλπους της, με τη διάθεση να συγχωρήσει, παρέχοντας στον εαυτό του τη δυνατότητα να κοιτάξει το μέλλον του με περισσότερη εσωτερική διαύγεια, απαλλαγμένη από βασανιστικά ερωτήματα που όσο παραμένουν αναπάντητα στέκουν εμπόδιο στην εξέλιξη της ζωής του.   
Η ομορφιά του βρίσκεται στην αφέλειά του να ενδίδει στη χειριστική συμπεριφορά του κατά πολύ μεγαλύτερου συντρόφου του, του Ρονάλντο- σκληραγωγημένου από τις εμπειρίες του και  "περπατημένου" στους κακόφημους δρόμους του Σάο Πάολο όπου με τα χρόνια, έχει μάθει τους  τρόπους αυτοπροστασίας του και επιβίωσης του. Κι όμως, η ανισορροπία δύναμης ανάμεσά τους,  δεν λειτουργεί αποτρεπτικά για τον Γουέλινγκτον. Η ανάγκη του να καλύψει το κενό της πατρικής στοργής, η δίψα για αποδοχή  και η επιθυμία να νιώσει ότι κάποιος τον χρειάζεται, βαραίνουν περισσότερο από την επίγνωση του κινδύνου αυτή του η αφέλεια να αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης με όλες τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στον ίδιο. Είναι το πέρασμα στην ενηλικίωση. Η φάση όπου ακόμα εξιδανικεύει (συνειδητά, ενδεχομένως) τις σχέσεις, παρά τη σκληρότητα που αυτές μπορεί να κρύβουν. Όμως σιγά-σιγά, μέσα από την εμπειρία, αρχίζει να χτίζει άμυνες. Και κάπου εκεί, κάπου ανάμεσα στην πικρή εμπειρία και την ανθεκτική ευαισθησία, αρχίζει η ωρίμανσή του.
Ωραία καδραρίσματα που αφήνουν έξω ορισμένα στοιχεία δράσης (εδώ η έλλειψη λειτουργεί προσθετικά στο φαντασιακό του θεατή οδηγώντας τη σκέψη στο ανώτερο επίπεδο της κρίσης απελευθερώνοντάς την από τις λεπτομέρειες του φαίνεσθαι) εστιάζοντας ταυτόχρονα στις λίγες σημαντικές, αλλά συμβολικές λεπτομέρειες, ισοδύναμες της συνεκδοχής: γκρο πλάνα σε αδηφάγα πρόσωπα λαίμαργων αστών, στο γκλομπ της εξουσίας στην πιο ποταπή εκδοχή της, αλλά και και γκρο στα φωτεινά πρόσωπα των ερωτευμένων που ο έρωτας τα φωτίζει ακόμη πιο πολύ ή και στην τραγική φιγούρα της μάνας που θέλει, αλλά δεν μπορεί.
Παρά τις μικρές σεναριακές αδυναμίες που κάποιες στιγμές δυσκολεύουν την ομαλή παρακολούθηση της εξελικτικής πορείας του ήρωα, η σκηνοθετική ματιά του Καετάνο παραμένει ουσιαστική και απαραίτητη. Είναι μια ματιά που ο σύγχρονος κινηματογράφος έχει ανάγκη — όχι μόνο για να αποτυπώσει τη ζωή των ανθρώπων του περιθωρίου, αλλά για να ανασύρει από αυτή τη ζωή την ομορφιά και την ελπίδα που συνεχίζουν πεισματικά να υπάρχουν.
Μια ομορφιά που αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, μέσα από λεπτές, σχεδόν ανεπαίσθητες στιγμές: μια ματιά γεμάτη τρυφερότητα, ένα άγγιγμα καθησυχαστικό, στιγμές ξεγνοιασιάς, μια εσωτερική και βαθιά επικοινωνία  ανάμεσα σε ανθρώπους που μοιράζονται για λίγο μια κοινή ανάσα γαλήνης. Κι εκεί, σε αυτές τις ήσυχες και συχνά απαρατήρητες στιγμές, ίσως βρίσκεται κάτι από την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης — κάτι από το αληθινό της βάθος.
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:

Κυριακή 6 Απριλίου 2025

"Γιάννης Σπανός: Πίσω απ’ τη μαρκίζα" του Άρη Δόριζα | EDITORIAL

Ένα ντοκιμαντέρ όχι μόνο για όσους γνωρίζουν το έργο του Γιάννη Σπανού, αλλά και για όσους δεν το γνωρίζουν. Και οι μεν και οι δε θα βγουν κερδισμένοι από τη θέασή του.
Από την αριστερή όχθη του Σηκουάνα και τις συνεργασίες του με μεγάλα ονόματα του γαλλικού τραγουδιού, γράφοντας για την Ζυλιέτ Γκρεκό αλλά και τη Μπριζίτ Μπαρντό, μελοποιώντας Λουί Αραγκόν, Πωλ Ελυάρ, γράφοντας μουσικές για τον γαλλικό κινηματογράφο, αλλά και με πολλές άλλες συνεργασίες, βρέθηκε στις μπουάτ της Πλάκας δίνοντας τον τίτλο του νέου κύματος (επηρεασμένος από τη Νουβέλ Βαγκ στον κινηματογράφο που τότε ήταν πολύ της μόδας στο Παρίσι) στο καινούριο μουσικό είδος που προέβαλλε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 60, όπου με μια κιθάρα, ένα πιάνο και έναν τραγουδιστή στήνονταν οι μουσικές παρέες που το κοινό συμπεριλαμβανόταν σε αυτές. Όμως η μουσική διαδρομή του Γιάννη Σπανού δεν σταματά εκεί. Πάντα αναζητά οτιδήποτε θα τον βοηθήσει στη σύνθεση των μουσικών του, θεωρώντας ως βασικό κριτήριο της μελοποίησής του, ό,τι ακούει το αυτί να το τραγουδάει και το στόμα."Μουσική που δεν μπορείς να τη σφυρίξεις δεν υπάρχει" είχε δηλώσει κάποτε σε συνέντευξή του. 
Ο Σπανός μελοποίησε τραγούδια πολλών ποιητών αναζητώντας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο ντοκιμαντέρ, μεγάλα ποιήματα και όχι μεγάλους ποιητές. Στα μεγάλα ποιήματα είχε το ταλέντο να ανακαλύπτει την εσωτερική μουσική, που έφεραν μέσα τους οι ίδιοι οι στίχοι αυτών των ποιημάτων, και να την αποδίδει μέσα από τις μοναδικές του συνθέσεις. Το ότι βέβαια μελοποιεί Λαπαθιώτη, Παλαμά, Μυρτιώτισσα, Καρυωτάκη, Καββαδία, Καβάφη, Σκαρίμπα, αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο στο να συχνάζει στα "σκυλάδικα" της εποχής, αναζητώντας αυτό το κάτι παραπάνω που θα προσέθετε στις συνθέσεις του. Και αυτό το "κάτι" είναι το πηγαίο, το γνήσιο ειλικρινές συναίσθημα που μπορείς να το συναντήσεις οπουδήποτε, που δεν γνωρίζει φραγμούς και όρια.
Σε εκείνη τη "μαρκίζα" που όσοι την αγαπήσαμε, καταφύγαμε, αντικρίζοντας κατάματα τις δικές μας εσωτερικές καταιγίδες και που χιλιοακούγοντάς την, καταφέραμε να σπάσουμε τις δικές μας σιωπές. 
Το ντοκιμαντέρ του Άρη Δόριζα μάς φέρνει πολύ κοντά στον άνθρωπο Γιάννη Σπανό, βοηθώντας μας να κατανοήσουμε το πώς τελικά αυτός ο συνθέτης δημιουργούσε τις τεράστιες επιτυχίες του, τα τραγούδια του, που τόσο έχουμε αγαπήσει. Ο Γιάννης Σπανός ήταν ο άνθρωπος που δεν δεχόταν τις ετικέτες, αλλά και που ο ίδιος δεν καλούπωνε τον εαυτό του σε αυτές, παρόλο που ενδεχομένως κάτι τέτοιο να ήταν πιο βολικό. Από τη φύση του, άνθρωπος που διαρκώς έψαχνε, διαρκώς αναζητούσε το γνήσιο αυτό που πηγάζει τόσο από τους απλούς ανθρώπους που το άκουσμα ενός οποιουδήποτε μουσικού κομματιού εγείρει και δίνει δίοδο στην έκφραση των συναισθημάτων τους, όσο και από τους δημοφιλείς ερμηνευτές του, που και οι ίδιοι μέσα από το πηγαίο τους ταλέντο νιώθοντας τον στίχο, χωρίς έξωθεν οδηγίες, κατάφερναν να τον ερμηνεύσουν και όχι απλά να τον τραγουδήσουν. Τον άνθρωπο που κράτησε ανοιχτούς τους ορίζοντές του μέχρι το τέλος της ζωής του, που δεν φοβήθηκε τη μοναξιά του που την έκανε φίλη του και συνοδοιπόρο του στις μεγάλες του δημιουργίες, μάς τον παρουσιάζει ο Άρης Δόριζας σε αυτό το ντοκιμαντέρ, όπως ακριβώς ήταν. Απλό, μέσα στην καθημερινότητά του και τις μεγάλες του αγάπες- πέρα από τη μουσική. Και μας τον συστήνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο, με καινοτόμες τεχνικές, όπως η καλλιτεχνική του πορεία στην Γαλλία που παρουσιάζεται με animation, αποτίοντας έναν φόρο τιμής στον μεγάλο αυτό καλλιτέχνη που η γελοιογραφία ήταν η δεύτερη πολύ μεγάλη του αγάπη. 
Τον άνθρωπο που σε όποιο μουσικό ταξίδι κι αν περιπλανήθηκε, φρόντισε πάντα "να κατεβεί στη σωστή στάση" γιατί αγάπησε τον ακροατή του, αγάπησε τους στίχους που μελοποίησε, αγάπησε τους ερμηνευτές του και αυτή την αγάπη την εξέπεμψε μέσα από έναν διαρκή ερωτισμό που διαπότιζε όλες του τις δημιουργίες.
Γνωρίζουμε τον άνθρωπο πίσω από τη "μαρκίζα", ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, έναν άνθρωπο που σε αντίθεση με τον ήρωα του τραγουδιού, όλα αυτά τα πολλά που γνώρισε και έζησε κατάφερε να τα φιλτράρει μέσα από την ειλικρίνεια του προς τον ίδιο του τον εαυτό και προς τους ακροατές του, αποδίδοντάς τα με γνησιότητα μέσα από τις μουσικές του. Τον άνθρωπο που σε όποιο μουσικό ταξίδι κι αν περιπλανήθηκε, φρόντισε πάντα "να κατεβεί στη σωστή στάση" γιατί αγάπησε τον ακροατή του, αγάπησε τους στίχους που μελοποίησε, αγάπησε τους ερμηνευτές του και αυτή την αγάπη την εξέπεμψε μέσα από έναν διαρκή ερωτισμό που διαπότιζε όλες του τις δημιουργίες. Αυτό τον ερωτισμό που μπορεί να τον συναντήσουμε παντού, είτε σε ένα βλέμμα είτε σε μία χειρονομία είτε σε έναν λόγο είτε σε ένα κείμενο και που στον Σπανό τον βρίσκουμε στις μουσικές του συνθέσεις. 
Ο σκηνοθέτης, Άρης Δόριζας δηλώνει από την αρχή του ντοκιμαντέρ ότι ο βασικός λόγος δημιουργίας αυτού του πονήματος ήταν να έρθει σε επαφή με τον συνθέτη που ο ίδιος λάτρευε. Ακόμη όμως και αν δεν μας το έλεγε, θα το καταλαβαίναμε, γιατί ο τρόπος που δημιούργησε αυτό το ντοκιμαντέρ μαρτυρά τη μεγάλη του αγάπη προς τα τραγούδια του Γιάννη Σπανού. Μια αγάπη που μάς αποκαλύπτει το εύρος μιας μεγάλης προσωπικότητας, που με τη σειρά της ξεδιπλώνεται μπροστά μας όχι μόνο από τα λόγια που ακούμε τον συνθέτη να λέει μπρος στην κάμερα, αλλά και από τα μουσικά κομμάτια που στις κατάλληλες χρονικές στιγμές συνοδεύουν αυτόν τον λόγο, καθώς και από τα λόγια σπουδαίων καλλιτεχνών που συνεργάστηκαν μαζί του. Μίας προσωπικότητας, που έντυσε με τη μουσική του κινηματογραφικές εικόνες και εικονοποιημένους στίχους και που ταυτόχρονα εικονοποίησε και ο ίδιος στίχους μέσα από τη μουσική του, ανασύροντας με τον τρόπο αυτό δικές μας εικόνες, όπου σε αυτές βρήκαν καταφύγιο τα δικά μας συναισθήματα. 
Συναισθήματα, που μπορεί "η λάμψη της ξενοιασιάς μιας εκδρομής" να συγκάλυψε, αλλά που συνθέτες σαν τον Σπανό και ποιητές σαν τον Ελευθερίου -και  όχι μόνο φυσικά- κατάφεραν να μας αποκαλύψουν το βαθύ σκοτάδι που κρυβόταν πίσω από αυτή τη λάμψη και ταυτόχρονα να μας κάνουν να νιώσουμε ασφαλείς σε αυτό, αφήνοντας ελεύθερη την ερμηνεύτρια να το εκφράσει χωρίς φόβο, προστατευόμενη κάτω από τη "μαρκίζα". Σε εκείνη τη "μαρκίζα" που όσοι την αγαπήσαμε, καταφύγαμε, αντικρίζοντας κατάματα τις δικές μας εσωτερικές καταιγίδες και που χιλιοακούγοντάς την, καταφέραμε να σπάσουμε τις δικές μας σιωπές. 
Ένα ντοκιμαντέρ όχι μόνο για όσους γνωρίζουν το έργο του Γιάννη Σπανού, αλλά και για όσους δεν το γνωρίζουν. Και οι μεν και οι δε θα βγουν κερδισμένοι από τη θέασή του. 
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

"La Dolce Vita" του Φεντερίκο Φελίνι | EDITORIAL

"Γλυκιά ζωή/La Dolce Vita" του Φεντερίκο Φελίνι (1960)

Η μοναξιά, η αδυναμία επικοινωνίας, το μάταιο κυνήγι του χρήματος και της δόξας, το δυσαναπλήρωτο κενό που αφήνουν πίσω τους οι τραυματικές εμπειρίες των παιδικών χρόνων από την απουσία, είτε φυσική είτε συναισθηματική, των γονιών, η διερεύνηση των τρόπων μέσω των οποίων το άτομο θα καταφέρει να αποδράσει από μια ζωή που νιώθει να ασφυκτιά σε αυτήν, η αναζήτηση της σωτηρίας του είτε μέσα από τη θρησκευτική πίστη είτε μέσα από το υπερφυσικό των πνευματιστών, των τσιρκολάνων και των θαυματοποιών, αποτελούν τις βασικές θεματικές του Φεντερίκο Φελίνι. Του σκηνοθέτη, που τον συναντάμε σε μία εποχή, όπου το ιταλικό σινεμά βρισκόταν στην πρωτοπορία των κινηματογραφικών εξελίξεων και όπου ο νεορεαλισμός, ολοκληρώνοντας τον κύκλο του, έδινε τη σκυτάλη σε ένα πιο μοντέρνο σινεμά. Το σινεμά των Βισκόντι, Αντονιόνι, Παζολίνι και φυσικά το σινεμά του Φελίνι. Του σκηνοθέτη που οι ταινίες του αγγίζουν το κοινό όλων των τάξεων, με τη "Γλυκιά ζωή" να προβάλλεται από τις Κάννες και τις κεντρικές αίθουσες, μέχρι το πιο απομακρυσμένο χωριό που διέθετε θερινό σινεμά, αποτελώντας ένα κοινωνικό γεγονός. 
Μια τοιχογραφία των ηθών της εποχής σε ένα μπαρόκ ύφος, στην ταινία αυτή, ο Φελίνι απομακρύνεται από τον νεορεαλισμό των πρώτων του ταινιών, όχι όμως και από τους βασικούς θεματικούς άξονες αυτών. Άξονες που στο επίκεντρό τους βρίσκουμε πάντα τον Άνθρωπο και την απελπισμένη κραυγή του να αποδράσει από έναν κόσμο χωρίς αγάπη, έναν κόσμο που περιβάλλεται από συναισθηματικά ανεπαρκείς ανθρώπους, σε έναν κόσμο ανιδιοτέλειας, σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να εκδηλώνουν με ειλικρίνεια τα συναισθήματά τους, χωρίς να καταφεύγουν στην δημιουργία σχέσεων εξάρτησης που τους κρατούν δέσμιους στα υπαρξιακά τους αδιέξοδα, ακόμη κι αν μάταια και επιπόλαια πιστεύουν πως έτσι θα καταφέρουν να απεμπλακούν από αυτά.
Ο Μαρτσέλο, ένας επιτυχημένος δημοσιογράφος σε ένα σκανδαλοθηρικό έντυπο, τα έχει όλα. Δόξα, αναγνωρισιμότητα, έντονη νυχτερινή ζωή στα κοσμοπολίτικα στέκια των διάσημων και πλούσιων που περιφέρονται σε ένα περιβάλλον κενών απολαύσεων, κούφιας δόξας, παροδικής λάμψης. Σε έναν κόσμο όπου οι σταρ κυνηγιούνται ανελέητα από τους παπαράτσι, θύματα και οι δεύτεροι της κυριαρχίας της εμπορευματοποίησης των πάντων.
Ο Μαρτσέλο τα έχει όλα και μαζί με αυτά και ένα τεράστιο κενό μέσα του. Ο ίδιος διατηρεί τη θέση ενός σκεπτόμενου διανοούμενου που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο κόσμους. Τον πλούσιο υλικό, όπου η έλλειψη ελπίδας και σκοπών είναι κυρίαρχη σε αυτόν, και σε εκείνον της φιλοσοφίας, της τέχνης, της ποίησης, όπου εκεί αναζητά την πλήρωση του τεράστιου κενού που του έχει δημιουργήσει η μέχρι τώρα πορεία του στη ζωή. Ο Μαρτσέλο θαυμάζει τον ιδεαλιστή βαθυστόχαστο και γαλήνιο φιλόσοφο φίλο του (τον υποδύεται ο Αλέν Κινί) και τις ξεχωριστές βραδιές στη ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα του σπιτιού του, που διοργανώνει. Βραδιές που δεν αναλώνονται στις ηδονιστικές απολαύσεις στις οποίες είναι συνηθισμένος ο Μαρτσέλο και τις οποίες έχει μπουχτίσει, αλλά σε συζητήσεις όπου αναζητούνται τρόποι με τους οποίους το άτομο θα καταφέρει να βρει την πολυπόθητη ψυχική του ισορροπία που θα του επιτρέψει να χαράξει άλλους δρόμους επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Και ίσως οι απαντήσεις στα πολυσύνθετα ερωτήματα που βασανίζουν την ψυχή και το μυαλό του Μαρτσέλο, που θαυμάζει και ζηλεύει την οικογενειακή θαλπωρή και ευτυχία του φίλου του, βρίσκονται στα σκόρπια λόγια του δεύτερου, όταν τον ακούμε να λέει: "Μην νομίζεις Μαρτσέλο ότι η σωτηρία βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Μην κάνεις αυτό που έκανα εγώ. Μια μέτρια ζωή είναι καλύτερη από μία προστατευμένη σε μία οργανωμένη κοινωνία , όπου όλα είναι υπολογισμένα, όλα είναι τέλεια". 
Τον Φελίνι τον απασχολεί εντονότατα ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι επιδιώκουν την ευτυχία, την τελειότητα, η επιθυμία τους να ελέγχουν και να προγραμματίζουν τα πάντα, καθώς και ο διακαής τους πόθος να βρίσκονται ψηλά στο στερέωμα της κοινωνικής καταξίωσης και προβολής. Τον απασχολεί επίσης το γεγονός, ότι μέσα σε όλες αυτές τις βλέψεις και τις επιθυμίες το άτομο απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το να κατανοεί ότι η ομορφιά δεν εκπορεύεται από τη νευρωτική εμμονή του καθενός να σκηνοθετεί και να ελέγχει τα πάντα στη ζωή του, αλλά από τη συνειδητοποίηση ότι το βίωμα της αποτυχίας και της ήττας που τόσο φοβάται, το βοηθούν να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της αυτογνωσίας που με τη σειρά της μαθαίνει στο άτομο πώς να αγαπά και πώς να δέχεται την αγάπη των άλλων. Και επειδή οι παραπάνω θεματικές απασχολούν διαρκώς τον σκηνοθέτη, αν μελετήσουμε λίγο περισσότερο τη φιλμογραφία του, θα δούμε ότι οι ήρωές του συναντιούνται και κατά κάποιον τρόπο συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. 
Τα υπαρξιακά αδιέξοδα του Μαρτσέλο θα απασχολήσουν σε επίσης μεγάλο βαθμό έναν άλλον ήρωα του Φελίνι που θα τον συναντήσουμε στην ταινία "8 ½" όπου εκεί ο Γκουίντο –που έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον Μαρτσέλο- θα προσπαθήσει να δώσει τις λύσεις που ο Μαρτσέλο δεν κατάφερε. Και ανάμεσα στους δύο θα σταθεί η Καμπίρια που θα τη συναντήσουμε στην ταινία "Οι νύχτες της Καμπίρια» να τους υποδείξει με την αφοπλιστική της ειλικρίνεια, τον τρόπο να αγαπάς , και πως όταν φτάνεις ή σε φτάνουν στα πρόθυρα της καταστροφής, μπορείς να σηκώνεσαι και να προχωράς με τη δύναμη της αυτογνωσίας, που μία φτωχή πόρνη-σαν την Καμπίρια- διαθέτει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από έναν διάσημο σκηνοθέτη (Γκουίντο) και έναν επίσης διάσημο δημοσιογράφο (Μαρτσέλο).
"Τον επέλεξα στις ταινίες μου, γιατί ήταν καταπληκτικός: αφαιρετικός, διακριτικός, συμπαθής, αντιπαθής, τρυφερός, αλαζόνας".
Υπάρχουν ταινίες που θα μπορούσαμε να τις φανταστούμε με άλλους ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και να μην έχαναν ίχνος από την ομορφιά και το αποτύπωμα που άφησαν πίσω τους. Προσωπικά, δεν μπορώ να φανταστώ άλλον ηθοποιό που θα μπορούσε να ερμηνεύσει τα όσα μέσα στο μυαλό του απασχολούσαν τον Φελίνι, πολλά από τα οποία δεν ήταν ξεκάθαρα και στον ίδιο, αλλά ακόμη και αυτή τη θολούρα την κάνει ορατή , ο ένας και μοναδικός Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στην ταινία "Γλυκιά Ζωή" αλλά και στην ταινία "8 ½" που ακολούθησε. Ο Φελίνι πίστευε για τους ηθοποιούς του ότι ο καθένας έχει το πρόσωπο που αντανακλά την προσωπικότητά του. Για τον Μαστρογιάνι, είχε δηλώσει: "Τον επέλεξα στις ταινίες μου, γιατί ήταν καταπληκτικός: αφαιρετικός, διακριτικός, συμπαθής, αντιπαθής, τρυφερός, αλαζόνας". Δεν είχε άδικο λοιπόν ο σκηνοθέτης, όταν έλεγε ότι η προσωπικότητα των ηθοποιών του αντανακλάται στο πρόσωπό τους. Ο υπέροχος Μαρτσέλο το απέδειξε περίτρανα!
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:
Κινηματογραφική Λέσχη Πετρούπολης dimos petroupolis petroupoli.gov.gr pkdp.gr σινέ πετρούπολις Δήμος Πετρούπολης Θερινός Κινηματογράφος Πετρούπολης δημοτικός κινηματογράφος πετρούπολης Θερινό Σινεμά Πετρούπολης Πνευματικό Κέντρο Πετρούπολης πολιτιστικό κέντρο πετρούπολης editorial άρθρα πρόγραμμα 2017 Κινηματοθέατρο Πετρούπολις Ελεύθερη είσοδος παιδική ταινία πρόγραμμα 2018 όσκαρ πρόγραμμα 2019 ελληνική ταινία cinelesxi_petroupolis Petroupoli Πετρούπολη καλοκαίρι 2022 Ταινίες Ινστιτούτο Θερβάντες Σινεμά Πετρούπολη καλοκαίρι 2018 πρόγραμμα 2020 καλοκαίρι 2019 καλοκαίρι 2021 Ισπανική πρεσβεία καλοκαίρι 2020 καλοκαίρι 2023 κωμωδία Πρεσβεία Αργεντινής Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης γαλλική ταινία καλοκαίρι 2024 Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών ισπανική ταινία πρεσβεία βενεζουέλας ιταλική ταινία καλοκαίρι 2025 χειμώνας 2019-2020 Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας ιρανική πρεσβεία πρόγραμμα 2025 Πρεσβεία Νορβηγίας ιρανική ταινία Απρίλιος 2019 Ιούνιος 2023 πρόγραμμα 2021 Ιανουάριος 2024 Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Μάρτιος 2024 Πρεσβεία Ουρουγουάης πρεσβεία Ισημερινού