Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

"Η Φόνισσα" της Εύας Νάθενα | EDITORIAL

Η Εύα Νάθενα επιλέγει να προσεγγίσει το έργο του Α. Παπαδιαμάντη κοινωνιολογικά και ψυχογραφικά μέσα από ένα τελετουργικό θανάτου που εμπεριέχει μέσα στην παραφροσύνη του τα συναισθηματικά ελλείμματα που εκπληρώνονται μέσω αυτού του θανάτου.
Πολύ τολμηρό το εγχείρημα της Εύας Νάθενα να μεταφέρει στον κινηματογράφο το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη "Η Φόνισσα", για δύο σημαντικούς λόγους:
Ο ένας είναι ότι όταν ο σκηνοθέτης/η σκηνοθέτιδα αποφασίζει να μεταφέρει ένα λογοτεχνικό έργο στον κινηματογράφο, και μάλιστα ένα έργο που αποτέλεσε σταθμό στη νεοελληνική πεζογραφία, γνωρίζει εκ των προτέρων ότι η σύγκριση θα είναι αναπόφευκτη. Και απόρροια αυτής της σύγκρισης είναι συνήθως το επικριτικό σχόλιο "Η ταινία δεν ήταν σαν το βιβλίο".
Ο δεύτερος είναι ότι η "Φόνισσα" έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο το 1974 από τον Κ. Φέρρη, όπου εκεί το σενάριο –διασκευή του λογοτεχνικού έργου είχε γραφτεί από τον ίδιο τον Φέρρη και από τον Δήμο Θέο που η πολιτική του ταινία "Κιέριον" εγκαινίασε τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο.
Και εδώ μπαίνουν στο τραπέζι δύο ζητούμενα βάσει τον οποίων μπορεί ο καθένας να διατυπώσει τις κρίσεις του για την εν λόγω ταινία της Νάθενα. Όταν ένας δημιουργός αποφασίζει να διασκευάσει ένα λογοτεχνικό έργο , η πρόθεσή του είναι η ταινία του να αποτελέσει πιστό αντίγραφο του έργου; Νομίζω πως όχι, γιατί τότε τι θα είχε να προσφέρει η ταινία; Η κινηματογραφική εκδοχή θα πρέπει να διαφοροποιείται από το πρωτότυπο. Το ερώτημα που τίθεται είναι πόσο διαφορετική θα πρέπει να είναι από αυτό; Ο Φέρρης, σε συνέντευξη που είχε δώσει στον Ριζοσπάστη έναν χρόνο μετά την προβολή της ταινίας του είχε δηλώσει ότι "Εκείνο που με τράβηξε στο βιβλίο του Παπαδιαμάντη ήταν η δυνατότητα της έρευνας στη μορφή". Και η μορφή στον κινηματογράφο έχει να κάνει με τα εκφραστικά μέσα της τέχνης αυτής, τον αφηγηματικό χρόνο, τη χρήση των εφέ, τη μουσική επένδυση, τον φωτισμό των ηρώων και των τοπίων, τις συμβολικές διαστάσεις που αποδίδονται στα πρόσωπα που καθιστούν διαχρονικό ένα έργο- που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1903- την παρουσίαση των ηρώων και τον προσδιορισμό τους σε ένα πλάνο ή σε μία σεκάνς, τον τρόπο που συνδέονται μεταξύ τους τα παραπάνω, προκειμένου να δημιουργηθεί η συνεκτική σχέση ανάμεσα στο μάτι της κάμερας που παραμένει απαθές και το ντεκουπάζ της ιστορίας που βασίζεται στο συναίσθημα.
Η πετυχημένη διασκευή ενός λογοτεχνικού έργου έχει να κάνει με την ορθή χρήση των παραπάνω κινηματογραφικών εκφραστικών μέσων που δεν παραποιούν το λογοτεχνικό κείμενο αλλά του προσδίδουν νέες διαστάσεις μέσα από τις οποίες αναδύονται σύγχρονες κοινωνικές και ιδεολογικές προεκτάσεις αναδεικνύοντας έτσι και την τεράστια αξία του έργου. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται και η αρμονική σύζευξη λογοτεχνίας και κινηματογράφου.
Η "Φόνισσα" του Παπαδιαμάντη είναι ένα πολυδιάστατο έργο. Αποτελεί κοινωνιολογική και ηθογραφική καταγραφή της ελληνικής κοινωνίας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, αποτελεί ψυχογραφική μελέτη της ηρωίδας του που διαπράττει τους φόνους των μικρών κοριτσιών και αποτελεί και μία βαθυστόχαστη φιλοσοφική μελέτη. Η Φραγκογιαννού σκοτώνει για φιλοσοφικούς λόγους (ο «νους της είχεν εξαρθή εις ανώτερα φιλοσοφικά ζητήματα»). Οι φόνοι που διαπράττει έχουν και ταξικό χαρακτήρα αφού σκοτώνει για να γλιτώσει τα φτωχά κορίτσια από μια προδιαγεγραμμένη σκληρή και βασανιστική ζωή. Τα σκοτώνει για να τα σώσει. Τα εγκλήματά της είναι ανιδιοτελή και διαφέρουν κατά πολύ από τα εγκλήματα που διαπράττει η ίδια η κοινωνία εις βάρος των γυναικών από τη στιγμή που αυτές γεννιούνται. Ο θάνατος για τη Φραγκογιαννού αποτελεί λύτρωση. Και το ερώτημα, το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Ποιος είναι ο αρμόδιος που θα τιμωρήσει τη γυναίκα αυτή για τα εγκλήματα που διαπράττει;
Η κοινωνία που διαπράττει και αυτή εγκλήματα με τη συνενοχή της, με την αποδοχή, με τη διαιώνιση των στερεοτύπων που θέλουν τη γυναίκα ως ένα εμπορεύσιμο αντικείμενο που η αξία της εξαρτάται από το μέγεθος της προίκας της και που ο ρόλος της είναι πάντα να υπηρετεί;
Οι αρχές και οι θεσμοί που δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να αναπαράγουν και να συντηρούν αυτό το πλαίσιο κοινωνικής συνύπαρξης που βασίζεται στην καταπίεση στη βία και την υποταγή;
Ο Θεός; Που είναι πανταχού παρών σε μία θρησκόληπτη κοινωνία, και χρησιμοποιείται από αυτήν προκειμένου να δικαιολογηθούν τα εγκλήματα της ίδιας της κοινωνίας ως "θέλημα Θεού";
Η Εύα Νάθενα επιλέγει να προσεγγίσει το έργο του Παπαδιαμάντη κοινωνιολογικά και ψυχογραφικά. Καταγράφει με την κάμερά της τους ασφυκτικούς κλειστούς χώρους των σπιτιών στα οποία περιφέρεται η Φραγκογιαννού αποδίδοντάς μας το κλειστό καταπιεστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι αναγκασμένη να ζει η ίδια και οι γυναίκες του χωριού, οι "λεχούδες" και τα "θυγάτρια", αλλά και στα εξωτερικά της πλάνα, ακόμη και εκεί η ατμόσφαιρα που μας μεταδίδεται είναι αποπνικτική . Η τελετή του γάμου μοιάζει με νεκρώσιμη ακολουθία όπου η νύφη παραδίδεται "ως πρόβατον επί σφαγήν" στον δυνάστη της.
Το φλας μπακ αποτελεί δομικό στοιχείο στην αφήγηση της ταινίας και χρησιμοποιείται προκειμένου να αναδυθεί το ψυχολογικό πορτρέτο της ηρωίδας καθώς και τα αίτια που την οδηγούν στη διάπραξη των εγκλημάτων της. Το σενάριο είναι αρκετά διαφοροποιημένο από το πρωτότυπο κείμενο ενταγμένο όμως και εναρμονισμένο στην εκδοχή και τη διάσταση που θέλει να αποδώσει η σκηνοθέτιδα στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα της Φραγκογιαννούς. Η εικόνα της μητέρας της ακολουθεί διαρκώς τη Φραγκογιαννού. Θύμα και η ίδια της σκληρότητας της εποχής της, η μητέρα της Φραγγκογιαννούς μεταφέρει όλη της τη σκληρότητα στην κόρη της που γίνεται και η ίδια σκληρή για να αντέξει τις κακουχίες. Ένας φαύλος κύκλος όπου τρυφερά συναισθήματα δεν χωρούν. Αγάπη, χάδια, τρυφερότητα, αγκαλιές δεν υπάρχουν πουθενά. Από αυτόν τον φαύλο κύκλο επιχειρεί να δραπετεύσει, να ξεφύγει η ηρωίδα μας κυνηγημένη από Θεούς και ανθρώπους, όχι όμως από τον ίδιο της τον εαυτό που μέσα στην παραζάλη των αποτρόπαιων πράξεών της νιώθει ότι διαπράττει το σωστό . Από τη νοσηρή αλληλεξάρτηση μητέρας – κόρης όπου λείπουν τα υγιή στοιχεία από τα οποία θα έπρεπε να συνίσταται η σχέση αυτή , προσπαθεί να αποδεσμευτεί η Χαδούλα που χάδι δεν γνώρισε στη ζωή της. "Χάιδεψέ με, φίλησέ με, δεν μ' αγαπάς" Αυτοί οι θεμέλιοι διαχρονικοί λίθοι πάνω στους οποίους στηρίζεται η ουσία της ζωής, η ύπαρξη του ανθρώπου και εκφράζουν τη ζωτική του ανάγκη , το οξυγόνο του για να μπορέσει να επιβιώσει και να αντέξει στις αντίξοες συνθήκες μιας σκληρής κοινωνίας, είναι τα μεγάλα ζητούμενα της Φραγκογιαννούς που προτού πνίξει τα θύματά της τους μιλάει στοργικά, τα χαϊδεύει, τα αγκαλιάζει και στη συνέχεια τα αποδεσμεύει... Ένα τελετουργικό θανάτου που εμπεριέχει μέσα στην παραφροσύνη του τα συναισθηματικά ελλείμματα που εκπληρώνονται μέσω του θανάτου.
Μπορεί τα εκφραστικά μέσα της Νάθενα να είναι περιορισμένα , έχουμε αρκετές επαναλαμβανόμενες σεκάνς, το μοτίβο της πανταχού παρούσας μητέρας γίνεται κάποιες στιγμές κουραστικό (η σύγκριση εδώ με την ταινία του Φέρρη είναι αναπόφευκτη- εκεί είχαμε χρήση πολλών μέσων- η χρήση του φλας μπακ του έκανε αναδρομή σε όλο το παρελθόν της Φραγκογιαννούς, ένα παρελθόν που αναδυόταν και από τη χρήση των μεσότιτλων και από τη δραματουργική αφήγηση του Μάνου Κατράκη, οπότε είχαμε και πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ηρωίδας) όμως η Νάθενα, πλαισιωμένη από ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών, καταφέρνει να αποδώσει σωστά τη δική της κινηματογραφική εκδοχή. Και το καταφέρνει, εστιάζοντας κυρίως στις σχέσεις της ηρωίδας της με τον εαυτό της, με τη μητέρα της με τον κοινωνικό της περίγυρο καθώς και στη δυναμική που αναπτύσσουν μέσα της αυτές οι σχέσεις οδηγώντας στη διάπραξη τω εγκλημάτων της. Επιπλέον η σκηνοθέτιδα δεν πέφτει στην παγίδα να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα που είναι οι φόνοι, αλλά να εντοπίσει μέσα από τη δική της οπτική τα αίτια αυτών των φόνων. Αίτια που τα συναντούμε σε κάθε κοινωνία όπως άλλωστε τονίζεται στην αρχή της ταινίας, με το απόσπασμα του Ελύτη από το βιβλίο του για τον Παπαδιαμάντη, «Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δεν θα έχει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας».
Παραμένει πάντα, βέβαια, ένα μεγάλο ζητούμενο το πόσο και πώς έχει αλλάξει το μυαλό μας , αν κατά βάθος έχει αλλάξει...
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι εκπαιδευτικός. Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:

Η Γη της Επαγγελίας του Νικολάι Αρσέλ | EDITORIAL

Aναδεικνύει τη διαχρονικότητα αυτής της προσπάθειας των ανθρώπων και τις εσωτερικές μάχες που καλείται το άτομο να δώσει σε αυτή του την προσπάθεια, μάχες που έχουν να κάνουν κυρίως με την αποδοχή της ματαιότητας ενός αγώνα που η έκβασή του είναι εξαρχής προδιαγεγραμμένη. 
Όταν το 1980 ο Μάικλ Τσιμίνο επιχειρούσε με την ταινία του "Πύλη της Δύσεως" να καταδείξει ότι οι ΗΠΑ συγκροτήθηκαν ως νόμιμο κράτος, όχι μόνο εξαλείφοντας τον γηγενή πληθυσμό, τους Ινδιάνους, αλλά και παραχωρώντας στους πλούσιους γαιοκτήμονες το δικαίωμα του να σκοτώνουν ό,τι στέκονταν εμπόδιο και αμφισβητούσε την εξουσία τους στη γη όπου όρισαν τους εαυτούς τους ιδιοκτήτες αυτής -απηχώντας με τον τρόπο αυτό την ιμπεριαλιστική πολιτική της χώρας αυτής- η ταινία του σημείωσε παταγώδη εμπορική αποτυχία. Και αυτό, γιατί τα "μεγάλα αφεντικά" δεν του συγχώρεσαν την απομυθοποίηση ενός κινηματογραφικού είδους, σαν αυτό του γουέστερν που εξυμνούσε τη δύσκολη γέννηση του αμερικανικού έθνους. Δεν χωρούσε στο πολιτικό αυτό αφήγημα μία ταινία γουέστερν όπου η κατάκτηση της Δύσης θα αναλυόταν στο πλαίσιο της πάλης των τάξεων.
Ωστόσο καμιά εικοσαριά χρόνια πιο πριν, στο "Ρίο Μπράβο" του Χάουαρντ Χοκς, ο σερίφης (Τζον Γουέιν) έχοντας προσλάβει ως βοηθούς απόκληρους της κοινωνίας των λευκών, έναν αλκοολικό, έναν ηλικιωμένο με πρόβλημα στο ένα του πόδι και μία γυναίκα των σαλούν, προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν την τάξη την οποία είχαν διασαλεύσει οι άνδρες ενός ισχυρού γαιοκτήμονα της περιοχής. Η απομυθοποίηση του αμερικανικού γουέστερν είχε ήδη ξεκινήσει. Όμως δεν ήταν εύκολο να δαγκώσεις το χέρι που σε τάιζε. Έτσι το θέμα των ταξικών ανισοτήτων δεν είχε τεθεί ακόμη στη σωστή του βάση. Γιατί οι γαιοκτήμονες αποτελούσαν μεν αντίπαλο, όχι όμως ταξικό αντίπαλο, αλλά αντίπαλο της κυρίαρχης τάξης των λευκών. Ο Τσιμίνο έθεσε το ζήτημα στη σωστή του βάση κάτι που εμπορικά το πλήρωσε πολύ ακριβά.
Σχεδόν 40 χρόνια μετά από την ταινία του Τσιμίνο, αλλάζουμε  ήπειρο και ο Νικολάι Αρσέλ μάς μεταφέρει στη χώρα του τη Δανία, στα μέσα του 18ου αιώνα, στην άγονη γη της Γιουτλάνδης όπου το θέμα θα ξανάρθει στο προσκήνιο. Εδώ βέβαια, δεν υπάρχουν σερίφηδες που θα αποκαταστήσουν την τάξη. Υπάρχει η τάξη των βασιλέων, η τάξη των γαιοκτημόνων, η τάξη των δούλων και τέλος υπάρχουν και τα "σκουπίδια" οι παράνομοι, οι απόκληροι οι ξεγραμμένοι, οι "αόρατοι" που ζουν βαθιά στο δάσος κρυμμένοι σε έναν άλλον δικό τους σκοτεινό κόσμο. Ο φτωχός στρατιώτης Λούντβιχ Κάλεν (Μαντς Μίκελσεν) το νόθο παιδί μιας υπηρέτριας και ενός γαιοκτήμονα που βέβαια δεν αναγνώρισε ποτέ το παιδί του, δίνει αγώνα ζωής κυνηγώντας να ξεφύγει από τα δεσμά της τάξης του. Αναλαμβάνει τον χερσότοπο της Γιουτλάνδης που ανήκει στην ιδιοκτησία του βασιλιά, να τον καταστήσει καλλιεργήσιμη γη, όταν πολλοί πριν από αυτόν έχουν αποτύχει, προκειμένου να αποκτήσει ως αντάλλαγμα έναν τίτλο ευγενείας και μία δική του έπαυλη με τους δικούς του υπηρέτες. 
Η αναρρίχηση των ατόμων που προέρχονται από χαμηλές τάξεις προς την κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας είναι ένα θέμα που το έχουμε δει πολύ συχνά στο σινεμά. Με ένα πολύ σφιχτοδεμένο σενάριο στα χέρια του και με άρτια σκηνοθετική αφήγηση που δεν χάνει ούτε στιγμή τον ρυθμό της, ο Νικολάι Αρσέλ δεν επικεντρώνεται μόνο σε αυτό. Αναδεικνύει τη διαχρονικότητα αυτής της προσπάθειας των ανθρώπων και τις εσωτερικές μάχες που καλείται το άτομο να δώσει σε αυτή του την προσπάθεια, μάχες που έχουν να κάνουν κυρίως με την αποδοχή της ματαιότητας ενός αγώνα που η έκβασή του είναι εξαρχής προδιαγεγραμμένη. Διεισδύει και μας αποκαλύπτει την εσωτερική διαδρομή ενός ανθρώπου στην πορεία της συνειδητοποίησης ότι το ταξικό ζήτημα δεν αποτελεί θέμα υπέρμετρης ατομικής προσπάθειας και δύναμης χαρακτήρα. Μας αποκαλύπτει το μάταιο του να αγωνίζεσαι σε έναν στημένο αγώνα. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί ιδιοκτήτες γης. Υπάρχουν οι κατέχοντες, βασιλιάς και γαιοκτήμονες που μπορεί να αντιμάχονται μεταξύ τους για την κυριότητα των εδαφών, γίνονται όμως μια γροθιά όταν αντιληφθούν ότι η τάξη των καταπιεσμένων στρωμάτων μπορεί να εγείρει απαιτήσεις. Και χρησιμοποιούν κάθε μέσο, κυρίως αθέμιτο, προκειμένου να εξαλείψουν τέτοιου είδους απαιτήσεις που θέτουν σε κίνδυνο την ηγεμονία τους. Η σκληρότητα, ο ρατσισμός, η αφόρητη αδικία και καταπίεση των αδυνάτων, η βιαιότητα, ο σκοταδισμός, οι προλήψεις, ο φόβος συνθέτουν ένα σκηνικό που επιτρέπει στους κατέχοντες την εξουσία να διατηρούν τις θέσεις τους και να εγκληματούν. 
Ο εξαιρετικός, όπως πάντα, Μαντς Μίκελσεν ενσαρκώνει τον άνθρωπο με την ταπεινή καταγωγή, το "απόλυτο τίποτα" για τους ανθρώπους των ανώτερων τάξεων, το "μηδενικό". Τον άνθρωπο με το σκληρό προσωπείο, αφού οι βίαιες κοινωνικές συνθήκες της εποχής δεν του επιτρέπουν καμία είδους έκφραση εξωτερικής ευαισθησίας. Τον άνθρωπο, όμως, που ταυτόχρονα, καταφέρνει σιγά σιγά να μας κάνει συνοδοιπόρους σε ένα ταξίδι εσωτερικής διαδρομής όπου η αντίσταση στην αποανθρωποποίηση απαιτεί πολύ μεγαλύτερη δύναμη από την αντίσταση στις επιβεβλημένες δύσκολες εξωτερικές συνθήκες επιβίωσης. Σε ένα ταξίδι όπου η καλλιέργεια των ανθρωπίνων σχέσεων είναι πολύ πιο δύσκολη από την καλλιέργεια της χέρσας γης. Σε ένα ταξίδι, τέλος, όπου η ανθρώπινη ευτυχία σε μία ιεραρχημένη κοινωνία που οι θέσεις καθορίζουν τα δικαιώματα, είναι τελικά ανέφικτη. 
Κάπου αλλού και κάπως αλλιώς θα πρέπει να την αναζητήσουμε...
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι εκπαιδευτικός. Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:

Κόκκινος Ουρανός του Κρίστιαν Πέτζολντ | EDITORIAL

Παράθυρα διαφυγής και ανασύστασης ενός κόσμου που η προδιαγεγραμμένη του πορεία μπορεί και να ανατραπεί... 
Μία πύρινη λαίλαπα μαίνεται 30 χιλιόμετρα πιο μακριά από το μέρος- κάπου στα παράλια της Βαλτικής -που παραθερίζουν οι τέσσερις νεαροί ήρωες της ταινίας μας. Ο Λέον, ο Φέλιξ, η Νάντια και ο Ντέιβιντ εραστής της τελευταίας, δείχνουν να μην ανησυχούν ιδιαίτερα, παρά τις προειδοποιήσεις των αρχών και παρά το γεγονός ότι η φωτιά, η οποία έχει απλωθεί στα δάση της βορειοανατολικής Γερμανίας βρίσκεται εκτός ελέγχου. Από μακριά ο ουρανός είναι κόκκινος όμως το βλέμμα αποστρέφεται από αυτόν και έλκεται από τη θέα της θάλασσας. Ο μικρόκοσμος των ηρώων μας, δείχνει να μένει ανεπηρέαστος, ατάραχος από μία τεράστια καταστροφή που συντελείται γύρω του. 
Είναι αδιαφορία; Είναι ο εφησυχασμός του ότι οι καταστροφές και οι μεγάλες ανατροπές της ζωής μας βρίσκονται πάντα μακριά από εμάς; Είναι η έπαρση της νιότης που δεν αφήνει τους ήρωές μας να αντιληφθούν τις πραγματικές διαστάσεις των προβλημάτων; Μία έπαρση που αποδίδει τεράστιες διαστάσεις στα προσωπικά προβλήματα οδηγώντας το άτομο στο να αμελεί να ασχοληθεί με ό,τι συμβαίνει έξω από το "εγώ" του; Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, αλλά και τα ίδια τα ερωτήματα εξαρτώνται φυσικά από την οπτική αυτού που τα θέτει καθώς και αυτού που απαντά. Και θα μπορούσαν να διατυπωθούν και άλλα ερωτήματα και να δοθούν απαντήσεις μέσα από τις οποίες θα ασκούταν μία δριμεία κριτική σχετικά με την αδιαφορία των νέων που θα συνοψίζονταν στο "εδώ ο κόσμος καίγεται και αυτοί στην κοσμάρα τους", αν ο σκηνοθέτης της ταινίας, ο Γερμανός Κρίστιαν Πέτζολντ, δεν μας έβαζε "φρένο" εξαρχής στην ευκολία με την οποία μπορούμε να κρίνουμε και κυρίως να κατακρίνουμε. 
Ένας από τους πρωτεργάτες της "Σχολής του Βερολίνου", οι Γάλλοι κριτικοί την αποκαλούν "Νέο Κύμα του Γερμανικού Κινηματογράφου" ο Κρίστιαν Πέτζολντ (Barbara, Τραγούδι του Φοίνικα, Transit, Η νύμφη του νερού) δεν θα μπορούσε, όπως είναι φυσικό, να αποκλίνει από τα χαρακτηριστικά αυτής της σχολής που οι δημιουργοί-σκηνοθέτες κοιτούν τους ήρωές τους κατάματα προβάλλοντας τον εσωτερικό τους κόσμο με τρόπο που ο εξωτερικός κόσμος να γίνεται απόηχος του "μέσα". Ο Πέτζολντ βασίζει την αφήγησή του στην αίσθηση ότι ζούμε σε έναν κόσμο ανολοκλήρωτο , ανοιχτό προς το αλλού. Και αυτό το πετυχαίνει με τη λιτή αφαιρετική αφήγηση, την αισθητική ακρίβεια που αποδίδεται από τα εξαιρετικά γκρο των ηρώων του, που αποτελούν τους εκφραστές της νέας γενιάς, που μπορεί να έχει παγιδευτεί σε μια μελαγχολική παθητικότητα, ωστόσο όμως εξακολουθεί να ονειρεύεται και να αναζητά κάτι που θα την απελευθερώσει από την εσωτερική και εξωτερική αποπνικτική πραγματικότητα. Η πυρκαγιά μαίνεται σε όλα τα πεδία. Και μέσα και έξω. Το πώς θα αντιμετωπιστεί είναι το ζητούμενο της προσπάθειας του δημιουργού, που στην ταινία του η αλληγορία συμβαδίζει με την πραγματικότητα. Οι εσωτερικές απειλές μπαίνουν στην ίδια ζυγαριά με τις εξωτερικές και η μεταξύ τους διάδραση θέτει τα θεμέλια της δημιουργίας μιας νέας οπτικής όπου το έξω δεν μπορεί να αγνοείται και να αφήνει ανεπηρέαστο ό,τι διαδραματίζεται στον εσωτερικό κόσμο του καθενός. Το νερό στη "νύμφη του νερού" και η φωτιά στον "κόκκινο ουρανό" αποτελούν τα δομικά στοιχεία της αφήγησης που ο ρόλος τους είναι διττός. Μπορεί να σε καταστρέψουν μπορεί όμως και μέσα από αυτά να ξαναγεννηθείς να αντικρίσεις τη ζωή με άλλα μάτια να αντικρίσεις καταστάσεις που πριν αγνοούσες ή αρνιόσουν να δεις, να καταπολεμήσεις τους φόβους σου και να επιχειρήσεις εκείνο το άνοιγμα που θα σε οδηγήσει στη δημιουργία καλύτερων κόσμων.
Ο βασικός μας ήρωας, ο Λέον είναι ο αντικοινωνικός συγγραφέας που το μόνο που τον απασχολεί είναι η επιβράβευσή για ό,τι γράφει και όχι το τι γράφει. Εδώ μπαίνουν στο στόχαστρο της ταινίας και οι διανοητές που ζουν έξω από την κοινωνική πραγματικότητα παρόλο που προσπαθούν να αντλήσουν από αυτήν, ελλείψει όμως των βασικών συνεκτικών δεσμών ανάμεσά τους. Ο Λέον είναι ο επηρμένος συγγραφέας που προσπαθεί να εκφράσει λογοτεχνικά τις εμπειρίες των ηρώων του, όταν ο ίδιος στην πραγματική του ζωή απέχει εντελώς από αυτές, κουβαλώντας μέσα του ένα πλήθος ανασφαλειών και φόβων αποτυχίας που τον καθηλώνουν σε μία στάση ζωής που πνίγει και τον ίδιο, από την οποία όμως δεν μπορεί εύκολα να αποδράσει. Η ψυχρή ματιά της κάμερας, περισσότερο στοχαστική παρά διεισδυτική, αντανακλά τους λαβύρινθους της σκέψης του που αρχίζει να τροποποιείται μέσω της ύφανσης των σχέσεων και των δεσμών που σιγά σιγά δημιουργούνται με τη συνδρομή φυσικά των ηρώων που τον πλαισιώνουν και που βρίσκονται εκεί, όχι για να κατακρίνουν τη στάση του, αλλά για να επισημάνουν το τέλμα στο οποίο οδηγεί η αποκοπή από το κοινωνικό περιβάλλον, αλλά και ο κάθε είδους εγκλεισμός. 
Μία "ήσυχη" ταινία χωρίς δραματουργικές  εντάσεις, που μας κρατά όμως σε μία διαρκή εσωτερική ένταση και αγωνία υπό την απειλή μίας φωτιάς που όλο και ζυγώνει. Μιας φωτιάς, τις καταστροφικές συνέπειες της οποίας οι ήρωες διαισθάνονται, αλλά δεν βιώνουν μέχρις ότου το αναπόφευκτο αυτών των καταστροφών βιωθεί ως μέρος μιας πραγματικότητας πολλαπλών όψεων, η θέαση των οποίων αφήνει ανοιχτά παράθυρα. Παράθυρα διαφυγής και ανασύστασης ενός κόσμου που η προδιαγεγραμμένη του πορεία μπορεί και να ανατραπεί... 
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι εκπαιδευτικός. Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Κινηματογραφική Λέσχη Πετρούπολης dimos petroupolis petroupoli.gov.gr pkdp.gr σινέ πετρούπολις Δήμος Πετρούπολης Θερινός Κινηματογράφος Πετρούπολης δημοτικός κινηματογράφος πετρούπολης Θερινό Σινεμά Πετρούπολης Πνευματικό Κέντρο Πετρούπολης πολιτιστικό κέντρο πετρούπολης πρόγραμμα 2017 editorial άρθρα Κινηματοθέατρο Πετρούπολις Ελεύθερη είσοδος παιδική ταινία πρόγραμμα 2018 όσκαρ πρόγραμμα 2019 ελληνική ταινία cinelesxi_petroupolis Petroupoli Πετρούπολη καλοκαίρι 2022 Ταινίες Ινστιτούτο Θερβάντες Σινεμά Πετρούπολη καλοκαίρι 2018 πρόγραμμα 2020 καλοκαίρι 2019 καλοκαίρι 2021 Ισπανική πρεσβεία καλοκαίρι 2020 καλοκαίρι 2023 κωμωδία Πρεσβεία Αργεντινής Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης γαλλική ταινία καλοκαίρι 2024 Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών ισπανική ταινία πρεσβεία βενεζουέλας ιταλική ταινία χειμώνας 2019-2020 Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας ιρανική πρεσβεία Πρεσβεία Νορβηγίας ιρανική ταινία Απρίλιος 2019 Ιούνιος 2023 πρόγραμμα 2021 Ιανουάριος 2024 Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Μάρτιος 2024 Πρεσβεία Ουρουγουάης πρεσβεία Ισημερινού