Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα review. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα review. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

"Yes Sir, I Can Boogie..."- Animal | EDITORIAL

"Εσύ παραγγέλνεις, εγώ χορεύω..."
Έτσι μας συστήνεται η Κάλια που ο ρόλος της είναι αυτός. Να ικανοποιεί τις παραγγελίες των πελατών του all inclusive ξενοδοχείου στο οποίο χρόνια τώρα εργάζεται κατά τη διάρκεια της τουριστικής σεζόν. Μία από τις/τους αναρίθμητες/ους πλέον εργάτριες/ες της τουριστικής βιομηχανίας που ως τέτοια έχει εμπορευματοποιήσει τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία, καταφέρνοντας να δημιουργήσει ένα κοινό που έχει αποδεχτεί το είδος αυτό της διασκέδασης,  χωρίς καμία αντίσταση. 
Τζουκ μποξ αποκαλεί η Κάλια τον εαυτό της που όλα τα τραγουδά, όλα τα χορεύει. Από το ρώσικο τραγούδι "Μillion roses" που πρωτοερμήνευσε η Alla Pugacheva, που ο μύθος του παραπέμπει στον αυτοδίδακτο φτωχό γεωργιανό ζωγράφο Niko Pirosmani, όπου σύμφωνα με τους στίχους του τραγουδιού, πούλησε όλη την περιουσία του και αγόρασε χιλιάδες τριαντάφυλλα, αποθέτοντάς τα έξω από το παράθυρο της αγαπημένης του, έως τα "φιλάκια" που ερμήνευσε ο Λ. Πανταζής μία διασκευή τουρκικού τσιφτετελιού και έως τον κλασικό ντίσκο ύμνο "Yes sir, I Can Boogie" των Baccara, ένας αχταρμάς τραγουδιών που παραπέμπουν στον διαπολιτισμικό αχταρμά που αντικατέστησε την επικοινωνία και τη συνάντηση των ανθρώπων που σε κάποιες πολύ μακρινές εποχές ο τουρισμός ευνοούσε. 
"Yes sir, I can boogie", τραγουδάει η Κάλια και ναι, μπορεί να χορέψει τα πάντα μπορεί να κάνει ό,τι της ζητήσουν ό,τι της παραγγείλουν, αλλά η τραγικότητα του όλου, βρίσκεται στο ότι χρόνια τώρα κάθε μέρα διαπιστώνει ότι κανείς δεν της ζητάει κανείς δεν της παραγγέλνει. Ό,τι κάνει βρίσκεται στο πακέτο προσφοράς. Δεν αλλάζει...Χρόνια τώρα... 
Άραγε τι αναζητά ο Sir μέσα σε ένα all inclusive ξενοδοχείο; Και εδώ ο Sir δεν έχει φύλο.
Δεν έχει ταυτότητα. Είναι απλά ο πελάτης. Που πληρώνει τον διασκεδαστή . Τι πληρώνει
όμως; Τι ζητά από αυτόν; Πώς εναποθέτει την ατομική του διασκέδαση σε ένα πακέτο διακοπών που είναι απόλυτα προκαθορισμένο από τους άλλους; Τι αντλεί από μία επιβαλλόμενη απρόσωπη διασκέδαση που δεν υπάρχει ίχνος αλληλεπίδρασης σε αυτήν;
Αυτό το "τίποτα" της ανύπαρκτης επικοινωνίας είναι που τον μετατρέπει σε μία άμορφη μάζα, σε έναν όχλο, κάτι που εντείνει την προσωπική του μοναξιά, κάτι που τον κάνει ακόμη πιο βίαιο, ακόμη πιο αδιάφορο, ακόμη πιο ξένο προς τον ίδιο και φυσικά προς όλους και όλα. Κάτι που τον αποκτηνώνει.Τα αφεντικά όμως που βρίσκονται πάνω από τον πελάτη έχουν προβλέψει ώστε ο ίδιος να μην προλάβει να σκεφτεί. Η σκέψη και η συνειδητοποίηση του ποιος είμαι, τι κάνω, πώς με έχουν εγκλωβίσει έτσι, θα αποβεί εις βάρος του "πακέτου". Μέσα λοιπόν σε αυτό υπάρχει άφθονο αλκοόλ, άφθονα ναρκωτικά και άφθονα μπιτάκια. Είναι το άλλο πακέτο, η δικλείδα ασφαλείας μιας τουριστικής βιομηχανίας που συνθλίβει κάθε είδους ατομικότητα, κάθε είδους ανθρώπινη ανάγκη, κάθε είδους ανθρώπινη συμπεριφορά καταφέρνοντας να νεκρώσει τη διάθεση των ανθρώπων για επικοινωνία. 
Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα της απεραντοσύνης των μοναχικών ανθρώπων των διασκεδαζόμενων και των διασκεδαστών η Κάλια δοκιμάζει τις αντοχές της που έχουν ένα όριο. Εκλιπαρεί για μία ανθρώπινη επικοινωνία, μεθά, κάνει σεξ και χορεύει ασταμάτητα ψάχνοντας μέσα στους εσωτερικούς της κλυδωνισμούς κάτι να την απαλλάξει από το τίποτα που υπάρχει μέσα της ,γύρω της, παντού. Ένας υπόγειος άρρητος σπαραγμός που τον καταλαβαίνουμε σταδιακά, κυρίως μέσω της εξωλεκτικής επικοινωνίας, της επικοινωνίας που γίνεται μέσω των παραστατικών κωδίκων τις χειρονομίες της, τις κινήσεις των ματιών της, τα νεύματά της, την ποιότητα της φωνής της. Και η Κάλια καταφέρνει να μας μεταδώσει απόλυτα μέσω αυτών των κωδίκων την κατάστασή της, χωρίς να μας μιλήσει για το παρελθόν της, χωρίς να μας μιλήσει σχεδόν καθόλου για την ίδια. Δε χρειάζεται. Άλλωστε "προτέρημα" των εργαζομένων για τα αφεντικά τους είναι να μην μιλούν. Να μην επικοινωνούν τις ανάγκες τους, τα προβλήματά τους, να μη διεκδικούν. Μέρος ενός πακέτου αποτελεί και η ίδια. Του πακέτου των εργαζόμενων στην τουριστική βιομηχανία, των δούλων που δουλεύουν ασταμάτητα χωρίς ωράρια, που ζουν σε τρώγλες, που ανέχονται τα βίτσια και τα καπρίτσια των πελατών για να έχουν στέγη χρήματα και τι; Τι άλλο; Τίποτα. Αυτό το "τίποτα" που πνίγεται και αυτό μέσα στο αλκοόλ τα ηρεμιστικά τα παυσίπονα. Εκεί που πνίγονται ο ιδρώτας του μόχθου και η μυρωδιά του πλαστικού, του ιλουστρασιόν, της ψεύτικης διασκέδασης, της ρουτίνας, αυτής της επαναλαμβανόμενης ρουτίνας που μεταδίδεται, πακέτο και αυτή, από γενεά σε γενεά. 
Όμως η Κάλια τολμά. Έρχεται αντιμέτωπη με αυτό το "τίποτα" του μέσα της και του έξω της. Και σπαράζει με το απόλυτο κενό που αντικρίζει, με την άβυσσο της μοναξιάς της, της δικής της και των άλλων. Και ο σπαραγμός της γίνεται ακόμη πιο βαθύς όταν ανακαλύπτει ψήγματα μιας άλλης κατάστασης στην οποία θα μπορούσε να βρίσκεται αν το τεράστιο χάσμα που άνοιξαν και ανοίγουν όλα τα καπιταλιστικά πακέτα προσφορών, δεν απομάκρυναν τόσο τους ανθρώπους. 
Ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα ενός ανθρώπου που συνειδητοποιεί επώδυνα, που προσπαθεί να συναρμολογήσει τα στοιχεία μιας διαλυμένης προσωπικότητας που η λαίλαπα της τουριστικής εμπορευματοποίησης των πάντων αργά, αλλά μεθοδικά κατάφερε να αποσυναρμολογήσει. Ενός ανθρώπου που ο εσωτερικός του πόνος είναι πολύ πιο δυνατός ακόμη και από τον πιο δυσβάσταχτο εξωτερικό. 
Με μία σκηνοθετική ματιά που παραπέμπει σε έναν νεορεαλιστικό κινηματογράφο αλλά και με πολλά καινοτόμα στοιχεία αφήγησης, με συμβολισμούς όχι τόσο ξεκάθαρους στην ερμηνευτική τους απόδοση, αλλά που μας αγγίζουν βαθιά μέσα μας, αφήνοντας μας ελεύθερο το πεδίο να τους ερμηνεύσουμε με τον δικό του τρόπο ο καθένας μας, η Σοφία Εξάρχου αποσπά μία συγκλονιστική ερμηνεία από τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου που μας καθηλώνει. 
Από τις ωραιότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου που απέσπασε βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο Λοκάρνο και Χρυσό Αλέξανδρο (και βραβείο γυναικείου ρόλου επίσης), στο 64o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

"Πάντα Υπάρχει Το Αύριο" της Πάολα Κορτελέζι | EDITORIAL

Για τις γυναίκες που πίστεψαν και αγωνίστηκαν, αλλά και για εκείνες που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να πιστέψουν σε αυτή τη φράση: "Πάντα υπάρχει το αύριο". Το αύριο μιας καλύτερης κοινωνίας που όλοι μας έχουμε χρέος να οικοδομήσουμε.
Τη Ντέλια τη συναντάμε στην Ιταλία του 1946, ως μητέρα, σύζυγο, νύφη, σκληρά εργαζόμενη γυναίκα, μέσα σε μία βαθιά πατριαρχική οικογένεια, όπου η βία κατά των γυναικών αποτελεί μια κανονικότητα. Ο τυραννικός σύζυγός της, Ιβάνο, καθημερινά την χτυπάει και εκείνη ανέχεται τα πάντα μη αντιδρώντας, έχοντας συμβιβαστεί και δεχτεί και η ίδια βαθιά μέσα της, το αναπόδραστο από αυτή την κατάσταση. Ο παραλυτικός φόβος, που έχει κατακυριεύσει ολόκληρο το "είναι" της, που έχει εγγραφεί στο ασυνείδητό της, δεν την αφήνει να σκεφτεί, να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες, που θα την βοηθήσουν να βγει από το καθημερινό κολαστήριο της οικογενειακής της ζωής. 
Σε μια Ιταλία που προσπαθεί να ορθοποδήσει μετά τον Πόλεμο, σε μια Ιταλία που μετά από δύο δεκαετίες φασιστικού καθεστώτος αναζητά τον δρόμο της δημοκρατίας, η Ντέλια, που ανήκει στην εργατική τάξη -των ανθρώπων που και αυτοί με τη σειρά τους αρχίζουν να διεκδικούν ό,τι τους στέρησε ο πόλεμος κι ο φασισμός- εξακολουθεί να ζει ακόμη στα βαθιά σκοτάδια της βίας, της ενδοοικογενειακής βίας που αποτελεί συνιστώσα της κοινωνικής και πολιτικής βίας, απόρροια φασιστικών καθεστώτων που έκαναν την επέλασή τους, όχι φυσικά μόνο στη χώρα αυτή. 
Στη Ντέλια θα συναντήσουμε όλα τα πρόσωπα των κακοποιημένων γυναικών και της δικής της γενιάς, αλλά και των επόμενων, φτάνοντας δυστυχώς ως και τη σημερινή, των γυναικών που εξακολουθούν να κακοποιούνται, που εξακολουθούν να παραμένουν δέσμιες στη βία που ασκείται πάνω τους. Την ενδοοικογενειακή, την κοινωνική, την πολιτική. Τις γυναίκες που αν τις ρωτήσεις γιατί δεν φεύγουν θα σου απαντήσουν αυτό που απαντά και η Ντέλια: "Γιατί δεν έχουν πού να πάνε". Και το "δεν έχω πού να πάω" κρύβει μέσα του αυτόν τον βαθύτερο φόβο για το άγνωστο, που υπάρχει έξω από την πόρτα του σπιτιού τους, αφού το "έξω" δεν διαφέρει και τόσο από το "μέσα". 
Το πολυσύνθετο θέμα της ενδοοικογενειακής βίας επιβάλλεται να αναλύεται κάτω από το πρίσμα της γενικότερης βίας και της γενικότερης ανοχής αυτής, σε όλους τους τομείς που έχουν να κάνουν με τα εργασιακά δικαιώματα, με την προστασία των γυναικών που δεν έχουν κανέναν οικονομικό πόρο, με την ύπαρξη των δομών που θα ενδυναμώνουν αυτές τις γυναίκες και προχωρώντας παραπέρα, με την ύπαρξη ενός κράτους και μιας πολιτικής που βασικά και κύρια θα θέτει ως πρωταρχικό μέλημά της, την παροχή προστασίας και ασφάλειας σε κάθε μέλος αυτής της κοινωνίας που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ισότιμα. 
Τα παραπάνω ζητήματα τίθενται στην ταινία. Και τίθενται με έναν τρόπο που το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας δεν παρουσιάζεται ηδονοβλεπτικά μέσα από την κάμερα. Οι σκηνές βίας παρουσιάζονται μέσα από χορογραφημένα μιούζικαλ, όχι φυσικά για να μειωθεί ο βαθμός των ανεξίτηλων και βαθιά τραυματικών καταστάσεων που προκαλούνται στο θύμα, αλλά για να στρέψουν το βλέμμα του θεατή προς τα αίτια πρόκλησης αυτής, καθώς και προς το άτομο που υφίσταται τη βία, και να μας κάνουν να νιώσουμε τη γυναίκα μέσα από το βλέμμα, τη ματιά και τον λόγο της ίδιας. Η κάμερα της Πάολα Κορτελέζι, προσπαθεί να μας φέρει στη γυναικεία θέση θέασης της κατάστασης, όχι μέσα από την ταύτιση ούτε μέσα από τα δομημένα στερεότυπα της πατριαρχίας, που πολλές φορές και η ίδια η κινηματογραφική λειτουργία επανεγγράφει στο ασυνείδητό μας, κάνοντάς μας να βλέπουμε τη γυναίκα μέσα από μια ανδρική ματιά. Γιατί εδώ μπαίνει και ένα άλλο ζητούμενο. Πόσο εκπαιδευμένοι είμαστε να αντικρίζουμε τη γυναίκα, αλλά και το κάθε άτομο που βρίσκεται σε εξαρτησιακή σχέση με τον βασανιστή του, όταν στη σχέση αυτή εμπλέκονται όχι μόνο τα ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία του θύματος, αλλά και οι ευρύτεροι κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες που συμβάλλουν καθοριστικά στο να βρεθεί το άτομο ανήμπορο και αδύναμο στη θέση του θύματος. Πόσο εκπαιδευμένοι είμαστε να αναγνωρίζουμε τις καταστάσεις που βιώνει το θύμα μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξάρτησης. 
Με απόλυτο σεβασμό στα αναρίθμητα θύματα γυναικών που οι συνθήκες δεν τους επέτρεψαν τη μεγάλη απόδραση, η ταινία αποτίνει έναν φόρο τιμής προς αυτές τις γυναίκες που δεν ακούστηκαν, που δεν βοηθήθηκαν, που εγκλωβίστηκαν και παρέμειναν εγκλωβισμένες στα σκοτάδια της κοινωνίας, που δεν φρόντισε να φωτίσει τις ζωές αυτών των γυναικών και να αναδείξει το μεγαλείο του τεράστιου ψυχικού τους αποθέματος, του να υπομείνουν τη βαναυσότητα, προστατεύοντας τα παιδιά τους που θεωρούσαν τους αδύναμους κρίκους της οικογένειας, μη συνειδητοποιώντας και οι ίδιες, ότι η παραμονή σε ένα βίαιο περιβάλλον καμία προστασία και ασφάλεια σε κανέναν δεν μπορεί να παράσχει. Σε εκείνες τις γυναίκες που ούτε και οι ίδιες συνειδητοποίησαν τη δύναμή τους και δυστυχώς αφέθηκαν στη χειραγώγηση του δυνάστη τους. 
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

«Τα Μαθήματα της Μπλάγκα» του Στέφαν Κομαντάρεφ | EDITORIAL

Πολλές φορές το θύμα αναγκάζεται να γίνει θύτης μέσα σε ένα σύστημα που θέλει να εξαφανίσει τη συλλογική μνήμη των ανθρώπων, αυτό το σύστημα που φοβάται ακόμη και τα κομμουνιστικά σύμβολα απαγορεύοντάς τα, γιατί και η μνήμη μόνο αλλοτινών εποχών που συνοδεύονταν από οράματα και ελπίδες των ανθρώπων για σοσιαλιστικές κοινωνίες, η μνήμη και μόνο το τρομάζει…
Σε όλη της τη ζωή δίδασκε τη σωστή εκφορά των λέξεων, τη σωστή τοποθέτησή τους στον λόγο, την απόδοση ξεκάθαρων μηνυμάτων από τον πομπό προς τον δέκτη, για τη σωστή δημιουργία του πλαισίου επικοινωνίας που για να λειτουργήσει αποτελεσματικά θα πρέπει οι κώδικες στους οποίους στηρίζεται να χρησιμοποιούνται σωστά από τους χρήστες. Σαν τις νότες της μουσικής. Που όταν μπαίνουν στη σωστή σειρά και αναπαράγονται από κάποια κλασική ορχήστρα χαρίζουν εκείνη την αρμονία και ψυχική ισορροπία που έχει ανάγκη το άτομο. Το άτομο που έχει ανάγκη να βρίσκεται σε ισορροπία με το περιβάλλον του, να νιώθει προστατευμένο σε αυτό και να νιώθει ότι πέρα από τις βιοτικές του ανάγκες μπορεί μέσα σε αυτό να καλύψει και τις άλλες του ανάγκες που έχουν να κάνουν με τη προσωπική του καλλιέργεια, μέσα σε ένα αξιακό σύστημα που θα του επιτρέπει την ανάδυση των δυνατοτήτων του πνεύματος και της ψυχής του.
Η 70χρονη Μπλάγκα είναι συνταξιούχος φιλόλογος. Μία αυστηρή πειθαρχία χαρακτηρίζει τη διδασκαλία της που μας δίνεται η δυνατότητα να την παρακολουθήσουμε , αφού η ίδια αναγκάζεται να εξακολουθεί να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα, με δεδομένο ότι η σύνταξή της δεν επαρκεί για την κάλυψη των βασικών της αναγκών. Μία αυστηρή πειθαρχία που αποτελεί ίσως το τελευταίο της οχυρό απέναντι στην καταστροφική λαίλαπα που σαρώνει και τη δική της χώρα, τη Βουλγαρία, όπως και όλες τις χώρες που ανήκαν στο "Ανατολικό Μπλοκ" μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ανήκει στη γενιά της μετάβασης από ένα καθεστώς όπου οι άνθρωποι γαλουχήθηκαν με τις κομμουνιστικές αρχές και ιδεώδη σε ένα ανθρωποφάγο σύστημα όπου όλα έχουν καταρρεύσει. Τα μαθήματά της πλέον, μάλλον γραφικά φαντάζουν, αφού κανένας δεν ενδιαφέρεται για τη σωστή επικοινωνία με τον άλλον και αφού η λέξη «επικοινωνώ» έχει οριστικά απεμπολήσει την πραγματική της σημασία.
Θύμα τηλεφωνικής απάτης, η ίδια, χάνει τις οικονομίες της που χρόνια μάζευε προκειμένου να αγοράσει ένα αξιοπρεπές μνήμα για τον άντρα της που έχασε πρόσφατα, και ένα για την ίδια όταν θα φύγει από τη ζωή. Ένα μνήμα που θα της εξασφάλιζε την αιώνια συγκατοίκηση με τον σύντροφο της ζωής της, κάτι που για την ίδια έχει τεράστια σημασία. Βιώνοντας όλες τις καταστροφικές επιπτώσεις της κατάρρευσης ενός συστήματος όπου το χρήμα δεν ήταν ο αυτοσκοπός και όπου οι άνθρωποι δεν ζούσαν για να δουλεύουν, αλλά δούλευαν απολαμβάνοντας τους καρπούς της εργασίας τους μέσω των παροχών σε όλους τους τομείς -της υγείας, της παιδείας της ψυχαγωγίας- που τους εξασφάλιζε το κράτος, η Μπλάγκα αντιλαμβάνεται ότι έχει φτάσει η ώρα της προσωπικής της διεκδίκησης. Μόνο που ο τρόπος διεκδίκησής της απέχει πολύ από τον τρόπο των συλλογικών διεκδικήσεων.
Συνειδητοποιεί ότι τα πάντα πλέον είναι εχθρικά απέναντί της. Πολύ πιθανό να το είχε αντιληφθεί και πριν, αλλά μέσα από το προσωπικό της βίωμα, αυτό της απάτης, συνειδητοποιεί την εχθρότητα του περιβάλλοντός της, αντικρίζοντας κατάματα το τερατώδες πρόσωπο του καπιταλισμού. Έτσι παρακολουθούμε τη σταδιακή της μεταμόρφωση προκειμένου να αντιπαλέψει μαζί του σε μία μάχη που εκ των προτέρων γνωρίζουμε ότι είναι χαμένη. Όσοι βιαστούν να κρίνουν τη συμπεριφορά της Μπλάγκα που προσπαθεί να πολεμήσει το τέρας μέσα από τους κανόνες που το ίδιο της επιβάλλει -ο κλέψας του κλέψαντος, η προσωπική επιβίωση εις βάρος των άλλων, ο σώζων εαυτόν σωθήτω, η εκδικητική μανία που στρέφεται κατά των πάντων- ας κρίνουν πρώτα τους μηχανισμούς που οδηγούν στην απομόνωση του ατόμου, στην αποξένωση από τον ίδιο του τον εαυτό, στη μετατροπή του σε ένα μικρό τέρας που νομίζει ότι θα αντιπαρατεθεί με το μεγάλο τέρας που δεσπόζει γύρω του. Ανεπαρκέστατη αποδεικνύεται η Μπλάγκα στην εκμάθηση αυτών των μηχανισμών, ίσως γιατί ποτέ της δεν έμαθε να λειτουργεί με αυτούς. Μια ζωή δίδασκε στους άλλους τους σωστούς κανόνες επικοινωνίας. Τώρα τα μαθήματά της αυτά ωχριούν μπροστά σε αυτά που της διδάσκει η σύγχρονη πραγματικότητα της κόλασης του καπιταλισμού.
Βγαίνουμε από την αίθουσα, όχι προσπαθώντας να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά της Μπλάγκα, αλλά κατανοώντας πλήρως τον ψυχικό θάνατο που είναι ίσως πολύ χειρότερος από τον σωματικό. Τον ψυχικό θάνατο που επιφέρει μία ατομική αντιπαράθεση ή και ένας ατομικός συμβιβασμός, η ταινία μπορεί να διαβαστεί υπό το πρίσμα πολλών οπτικών -αρκεί να έχουμε το σθένος να τις διαβάσουμε- σε ένα σύστημα που μόνο με συλλογικές και σε βάθος διεργασίες μπορεί να ανατραπεί.
Τον Στέφαν Κομαντάρεφ τον έχουμε γνωρίσει στις «Ιστορίες μιας νύχτας», στο «Πέρασμα», στο «Ο κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία», και σε κάθε του ταινία έχουμε δει την ανθρωποκεντρική του ματιά που μελετά διεισδυτικά τις εσωτερικές διεργασίες που συντελούνται στον ψυχισμό των ηρώων του, τους οποίους δεν κρίνει, αλλά αναλύει διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν μέσα στο εχθρικό περιβάλλον που ζουν. Και μέσα από αυτή την ανάλυση, μας δίνεται η δυνατότητα να αναλογιστούμε τους δικούς μας τρόπους αντίδρασης, να μεταφερθούμε στη θέση των ηρώων του, και πριν μπούμε στην εύκολη διαδικασία της κρίσης, να σκεφτούμε και εμείς τους δικούς μας τρόπους αντίδρασης. Γιατί και εμείς σε παρόμοια εχθρικά περιβάλλοντα ζούμε.
Στα «Μαθήματα της Μπλάγκα» η κινηματογραφική αφήγηση ρέει σε μία ταινία κοινωνικού ρεαλισμού με στοιχεία αγωνίας και σασπένς που αντανακλούν την προσωπική αγωνία, την προσωπική μάχη με τις αξίες και τα ιδεώδη της πρωταγωνίστριας που σε κάθε της βήμα, όλο και πιο πολύ βυθίζεται και χάνεται μέσα στο σκοτεινό τούνελ του αναπόδραστου. Νιώθοντας εντελώς απομονωμένη και εγκαταλελειμμένη πέφτει στην παγίδα της εκδικητικής της μανίας, της οργής της και των εμμονών της, ερχόμενη σε σύγκρουση με τις αξίες στις οποίες κάποτε πίστευε και που τώρα έπαψαν να αποτελούν στήριγμα για αυτήν.
«Δεν περιμένω οι ταινίες μου ότι θα πυροδοτήσουν κάποια επανάσταση. Κάποιες ερωτήσεις και συζητήσεις, ναι. Αυτό μου αρκεί…» δήλωσε σε συνέντευξή του ο Κομαντάρεφ. Και θα συμπλήρωνα πως οι συζητήσεις και οι ερωτήσεις όντως δεν πυροδοτούν επαναστάσεις, πυροδοτούν όμως αλλαγές στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, κάτι που αποτελεί τη βάση για την πυροδότηση μελλοντικών επαναστάσεων. Και νομίζω ότι η ταινία του αποτελεί μία πολύ καλή αφορμή για το άνοιγμα τέτοιων συζητήσεων.
Η πρωταγωνίστρια της ταινίας Έλι Σκόρτσεφα που αποσύρθηκε από τα κινηματογραφικά δρώμενα μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, επανέρχεται αποσπώντας δικαίως το βραβείο ερμηνείας στο Kάρλοβι Βάρι και υπενθυμίζοντάς μας, μέσω της εξαιρετικής ερμηνείας της, ότι πολλές φορές το θύμα αναγκάζεται να γίνει θύτης μέσα σε ένα σύστημα που θέλει να εξαφανίσει τη συλλογική μνήμη των ανθρώπων, αυτό το σύστημα που φοβάται ακόμη και τα κομμουνιστικά σύμβολα απαγορεύοντάς τα, γιατί και η μνήμη μόνο αλλοτινών εποχών που συνοδεύονταν από οράματα και ελπίδες των ανθρώπων για σοσιαλιστικές κοινωνίες, η μνήμη και μόνο το τρομάζει.
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:

Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

"Μαύρος Κότσυφας, Μαύρο Βατόμουρο" της Ελένε Ναβεριάνι | EDITORIAL

...Γιατί  σημασία δεν έχει το «πού»,το «πώς», το «πότε». Σημασία έχει το «τι» . Τι νιώθεις και πόσο θέλεις αυτό που νιώθεις να το ζωντανέψεις να το μετατρέψεις σε βίωμα. Και η Ναβεριάνι το βίωμα αυτό, καταφέρνει να μας το μεταδώσει αριστουργηματικά!
Όταν η Ετέρο ρωτιέται από τον εραστή της, αν έχει ερωτευτεί ποτέ πριν στη ζωή της, εκείνη του απαντά, πως ναι, είχε στο Γυμνάσιο ερωτευτεί τη Λέλα την κοπέλα με την οποία ήταν ερωτευμένα όλα τα αγόρια του σχολείου που κάθε ένα είχε στην τσέπη του τη φωτογραφία της και που και η ίδια κατάφερε να αποκτήσει κλέβοντάς την από τον αδελφό της. Και από μία τέτοια απάντηση μας δημιουργείται η εντύπωση πως η Ετέρο είναι μία «απελευθερωμένη» γυναίκα με πολλές ενδεχομένως ερωτικές εμπειρίες στη ζωή της που της επιτρέπουν με μία φυσικότητα να αποκαλύπτει στον εραστή της ότι ο μεγάλος έρωτας της ήταν μία κοπέλα. 
Πώς όμως ορίζουμε την απελευθέρωση και την αυτονομία μίας γυναίκας; Πώς τη «μετράμε»; Με τον αριθμό των σεξουαλικών της εμπειριών; Με τις τρέλες της νιότης της; Με την εφηβική επανάσταση κατά της οικογένειας και της συντηρητικής νοοτροπίας αυτής; Η Ετέρο τίποτα από τα παραπάνω δεν διαθέτει. Πλησιάζει τα 50, είναι παρθένα και ο εραστής που της απευθύνει την ερώτηση είναι ο πρώτος άντρας της ζωής της, τον οποίο και ερωτεύεται και του παραδίδει τη 48χρονη παρθενιά της χωρίς κανέναν θύλακα ενοχής. Επιπλέον η Ετέρο ζει σε ένα απομονωμένο πανέμορφο χωριό της Γεωργίας, όπου σε ολόκληρη τη μέχρι τότε ζωή της υπηρετούσε τον πατέρα και τον αδελφό της, αφού η μητέρα που θα «έπρεπε» να επιτελεί τον ρόλο αυτό, είχε πεθάνει όταν η Ετέρο ήταν μωρό. Και η Ετέρο αναλαμβάνει αδιαμαρτύρητα τον ρόλο που οι επιταγές της κλειστής πατριαρχικής στερεοτυπικής και συντηρητικής κοινωνίας στην οποία ζει της αποδίδουν. 
Στα μάτια των γυναικών του χωριού, η Ετέρο είναι η άτυχη, η καημένη , η κακομοίρα, η γεροντοκόρη. Κάτι να έχουν να λένε, δηλαδή. Κάτι να αποθέτουν πάνω του τη δική τους μιζέρια...Πόσο λίγο όμως τη γνωρίζουν και πόσο ακόμη λιγότερο έχουν τη διάθεση να τη «δουν» και να την πλησιάσουν πραγματικά... Γιατί μπορεί η τεχνολογία να αναπτύσσεται διαρκώς, παρέχοντας την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας και του ανοίγματος, το περιχαράκωμα όμως είναι μία προσωπική υπόθεση που δεν έχει να κάνει ούτε με την ηλικιακή φάση, ούτε με τον αστικό ή επαρχιακό τρόπο ζωής ούτε με το ρηξικέλευθο των πράξεων που γίνονται για να προκαλέσουν . Γιατί η πρόκληση δεν συνιστά απελευθέρωση. Ο μοντερνισμός και ο δικαιωματισμός δεν συνιστούν αυτονομία. Και η Ετέρο που παρατηρεί τους πάντες και τα πάντα γύρω της, που αποδέχεται την κατάσταση και τις συνθήκες στις οποίες ζει , γιατί απλά ζει σε αυτές, εκεί βρίσκεται η ζωή της, εκεί βρίσκεται το μαγαζάκι της - η πηγή των οικονομικών της εσόδων, εκεί μέσα σε αυτές τις συνθήκες έχει βρει τον δικό της τρόπο να ξεφεύγει από όλα αυτά, να κάνει όνειρα , να ζει τη μοναξιά της και να αναζητά την προσωπική της γαλήνη, την προσωπική της ευτυχία στις φυσικές ομορφιές που δεν παύει να ανακαλύπτει και να παραμένει ανοιχτή σε κάθε κάλεσμά τους. «Τα βατόμουρα ήταν τα πάντα για εμένα: η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, οι εραστές μου...» λέει στον εραστή της. Πόσο απελευθερωτικό, πόσο ανθρώπινο, πόσο μοναχικό, αλλά και πόση γαλήνη και αποδέσμευση μέσα σε αυτή τη μοναξιά...
Σπάνια στον κινηματογράφο έχουμε παρακολουθήσει ερωτικές σκηνές όπου το σώμα της γυναίκας δεν εξιδανικεύεται. Και οι ερωτικές σκηνές της 50χρονης σχεδόν Ετέρο με το ατημέλητο σώμα- που δεν ενδιαφέρεται για τον εξωτερικό καλλωπισμό του, όχι γιατί δεν το αγαπά, αλλά γιατί εκδηλώνει με άλλον τρόπο την αγάπη της προς αυτό, μέσω της ελευθερίας που του παρέχει αφήνοντάς το να απολαμβάνει χωρίς ίχνος ενοχής ό,τι το ευχαριστεί και να ανακαλύπτει διαρκώς νέες απολαύσεις πρωτόγνωρες για αυτό- είναι ίσως από τις σκηνές που μας «βάζουν τα γυαλιά» σχετικά με το πώς εννοείται όχι μόνο κινηματογραφικά αλλά και στην πραγματική μας ζωή η ουσιαστική απελευθέρωση των ανθρώπων. Οι ερωτικές σκηνές είναι από τις ωραιότερες κατά τη γνώμη μου που έχουμε δει στον κινηματογράφο, για την ειλικρίνειά τους, την απλότητά τους και το συναίσθημα του οικείου που σου δημιουργούν βλέποντάς τες, σπάζοντας με τον τρόπο αυτό κάθε παγιωμένη προκατάληψη. Κατά τη διάρκεια των ερωτικών αυτών σκηνών όπου η Ετέρο γνωρίζει το σώμα της, γεύεται τον έρωτα όπως γεύεται τη γλύκα του μαύρου βατόμουρου λειτουργούν συμπληρωματικά στην ενδοσκοπική διαδικασία που την οδηγεί στην πραγματική ελευθερία. Μία ελευθερία που βιώνεται τόσο λιτά, τόσο αφαιρετικά, τόσο ανεπιτήδευτα, με ένα θάρρος που προκύπτει από την παιδικότητα μέσα από την οποία αντικρίζει τον κόσμο και το φυσικό περιβάλλον με το οποίο διατηρεί μια άρρητη επαφή. Δεν έχει σημασία το «πού», δεν έχει σημασία το «πώς», το «πότε». Έχει σημασία το «τι» . Τι νιώθεις και πόσο θέλεις αυτό που νιώθεις να το ζωντανέψεις να το μετατρέψεις σε βίωμα. Μέσα στην αποθήκη των απορρυπαντικών, μέσα στο αυτοκίνητο, μέσα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου η Ετέρο βιώνει την επίγευση του έρωτα όμοια με την επίγευση του μαύρου βατόμουρου, όμοια με την ομορφιά του μαύρου κότσυφα που την κεραυνοβολεί και που αναστατώνει όλο της το είναι. 
Ένα πραγματικό αριστούργημα η ταινία της Γεωργιανής σκηνοθέτιδος Ελένε Ναβεριάνι, με την Έκα Τσαβλεϊσβίλι να παραδίδει μαθήματα υποκριτικής. Και οι δύο γυναίκες δείχνουν ολοφάνερα ότι δεν αγαπούν απλά την ηρωίδα τους την Ετέρο, αλλά αγαπούν τον άνθρωπο που πασχίζει να απεμπλακεί από οτιδήποτε στέκει εμπόδιο στην ουσιαστική προσπάθεια ανεξαρτητοποίησής του. 
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:

«Η Αρπαγή» της Ιρίς Καλτενμπάκ | EDITORIAL

Πάνω στο αφηγηματικό μοτίβο του voice over είναι δομημένη η ταινία της Ιρίς Καλτενμπάκ «Η Αρπαγή» και του αφηγηματικού σχήματος της αναδρομής, ενός σχήματος που χρησιμοποιείται για να καλύψει τα κενά της πληροφόρησης σχετικά με τα παρελθοντικά γεγονότα μέσα από τα οποία ο Μιλός, ο αφηγητής, μας παρουσιάζει τις μνήμες της κοινής ζωής του με τη Λιντιά. Εδώ ο αφηγητής δεν είναι ο κεντρικός ήρωας της ταινίας , αλλά όπως και στην καθημερινότητά μας, έτσι και στην ταινία, στην πορεία διαπιστώνουμε ότι στη ζωή του καθενός δεν υπάρχουν κεντρικοί ήρωες , για την ακρίβεια το κέντρο δεν εντοπίζεται σε ένα πρόσωπο, αλλά στις σχέσεις του ατόμου με τους ανθρώπους που το περιβάλλουν και στον τρόπο που αυτές διαμορφώνουν τη στάση του. Η αναζήτηση λοιπόν της αιτιότητας των πράξεων εντοπίζεται στον τρόπο που οι ήρωες σχετίζονται μεταξύ τους δημιουργώντας ένα πλέγμα σχέσεων στο οποίο ο καθένας διαδραματίζει έναν εξίσου σημαντικό , κεντρικό ρόλο. 
Η Ιρίς Καλτενμπάκ χρησιμοποιεί το voice over, για να μας παρουσιάσει την ιστορία της Λιντιά , όχι από την οπτική του Μιλός που αφηγείται, αλλά από τη μεριά της Λιντιά που στον Μιλός βρίσκει τη δική της φωνή. Έτσι λοιπόν τα παρελθοντικά γεγονότα που ξαναζωντανεύουν στην οθόνη μέσα από τις αναμνήσεις του Μιλός ανασυνθέτουν σταδιακά το αληθινό πρόσωπο της Λιντιά, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούμε μέσα σε αυτό το παρελθόν τις ζωές των δύο άλλων κεντρικών προσώπων της ζωής της Λιντιά, του Μιλός και της αδελφικής της φίλης, της Σαλομέ. Δύο πολύ σημαντικών προσώπων στη ζωή της, η συμπεριφορά των οποίων παρουσιάζει μεγάλα χάσματα και αντιφάσεις, κάτι που μας οδηγεί σταδιακά να συγκρίνουμε τις συμπεριφορές των τριών ηρώων και στη συνέχεια να κατανοήσουμε τις πράξεις της Λιντιά, καθώς και την αιτιότητα αυτών. 
Ανάμεσα στο παρελθόν, ως γενικώς προϋπάρχον και στο παρόν, ως συνεσταλμένο παρελθόν, βρίσκονται όλοι οι κύκλοι του παρελθόντος. Και κάνοντας αναδρομή στο παρελθόν της Λιντιά, ο Μιλός ανατρέχει σε εκείνους τους κύκλους της ζωής της που θα του επιτρέψουν και θα μας επιτρέψουν, να ξεκαθαρίσουμε τους λόγους που η Λιντιά οδηγείται στο παράλογο των πράξεών της. Οι κύκλοι αυτοί αναφέρονται στην περίοδο της ζωής τους που οι δύο αυτοί άνθρωποι γνωρίζονται και έρχονται σε επαφή μεταξύ τους. Και αυτή η περίοδος περιλαμβάνει δύο κύκλους. Τη γνωριμία του μαζί της και τη σχέση τους, όπως αυτή εξελίχθηκε μετά τη γέννηση του μωρού της φίλης της Λιντιά, της Σαλομέ. 
Ακολουθώντας τη φύση της ανάμνησης που αναζητά ο Μιλός εκκινεί από ένα γεγονός της ζωής της Λιντιά στο οποίο κανένας από τους δύο ούτε ο ίδιος ούτε η Σαλομέ έχουν σημεία αναφοράς, αφού η ίδια η Λιντιά ποτέ δεν μίλησε σε κανέναν για αυτό. Είναι το σημείο του χωρισμού της Λιντιά με ένα άλλο πρόσωπο της ιστορίας τον Ζιλιέν με τον οποίο η Λιντιά διατηρούσε δεσμό τριών χρόνων και καθώς φαίνεται ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του. Όλα ξεκινούν από εκεί. Η Λιντιά δεν μιλά στην καλύτερη της φίλη για ένα τόσο σημαντικό γεγονός που συνέβη στη ζωή της. Και το μέγεθος του τραύματος που άφησε πίσω του αυτό το γεγονός, μάς γίνεται αντιληπτό ακριβώς από αυτή την απώθηση. Μόνο που η απώθηση φέρνει σταδιακά στην επιφάνεια όλες τις συνιστώσες αυτού του τραύματος που καταλήγουν σε μια βασική συνισταμένη . Την έλλειψη της αγάπης και τις υπερπροσπάθειες της Λιντιά στη ζωή της να καλύψει αυτή την έλλειψη. 
Η Λιντιά δεν έχει οικογένεια. Κουβαλάει την έλλειψη. Και προσπαθεί να αναπληρώσει αυτή την έλλειψη μέσω της φίλης της. Και μέσα από αυτή την έλλειψη νοηματοδοτεί την έννοια της αγάπης. Αγαπάει τη φίλη της ολοκληρωτικά. Ό,τι δεν της προσφέρθηκε το ανασυνιστά μόνη της. Του δίνει τα χαρακτηριστικά που έχει η πραγματική, η γνήσια, η άδολη αγάπη. Της αφοσίωσης, της ενσυναίσθησης, της συντροφικότητας, της αποδοχής του άλλου και των αλλαγών του, της συμπαράστασης στα πολύ δύσκολά του. 
Η Λιντιά ασκεί το επάγγελμα της μαίας. Και το επάγγελμα για την ίδια είναι λειτούργημα. Βρίσκεται κοντά στις πολύ σημαντικές στιγμές της ζωής των γυναικών- και οι στιγμές που γίνονται μητέρες ανήκουν φυσικά σε αυτές- όπως επίσης αφοσιώνεται εξ ολοκλήρου στη διαδικασία της γέννας, ώστε το γεγονός καθαυτό να καταστεί το λιγότερο τραυματικό για τον άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο, αλλά και για τον άνθρωπο που τον φέρνει.
Ο χωρισμός με τον φίλο της, η γνωριμία της με τον Μιλός, καθώς και ο τρόπος που εξελίσσεται η σχέση της με τη Σαλομέ, τη βυθίζουν στην θλίψη, γιατί αρχίζει σιγά σιγά να αντιλαμβάνεται ότι το να επουλώνεις τις πληγές των άλλων δεν αρκεί, δεν φτάνει για να νιώσεις την πληρότητα, την ισορροπία και την ηρεμία που απορρέει από την αμφίδρομη σχέση του νοιαξίματος μιας σχέσης που δεν καθορίζεται από εξωτερικές νόρμες και κοινωνικά πλαίσια, μιας σχέσης που δεν επηρεάζεται από το πέρασμα του χρόνου και τις αλλαγές που αυτός επιφέρει στους ανθρώπους, αλλά μιας σχέσης που οι αλλαγές προσαρμόζονται στη σχέση αυτή και όχι η ίδια στις αλλαγές. Που αγαπάς τον άλλον για αυτό που είναι και που δεν τον θεωρείς δεδομένο, αλλά αγαπάς να βλέπεις την εξέλιξή του και μαζί να εξελίσσεσαι και εσύ. Που τολμάς να ρισκάρεις να αγαπήσεις βλέποντας τη σχέση με τον άλλον σαν ένα όμορφο, αλλά άγνωστο ταξίδι που θα σε ξεβολέψει από την ασφάλεια της ρουτίνας της καθημερινότητας σου και θα σε βυθίσει στην περιπέτεια του ταξιδιού της ανακάλυψης του άλλου. Που δεν θα είσαι αόρατος σε αυτή τη σχέση. Κάτι που αργά, αλλά σταθερά συνειδητοποιεί η Λιντιά .
Συνειδητοποιεί την αορατοποίησή της από τους άλλους. Και συνειδητοποιεί ταυτόχρονα ότι και η ίδια έχει συμβάλλει στο να γίνεται αόρατη από τους άλλους, να την ξεχνούν όταν εκείνη τους χρειάζεται και να την θυμούνται όταν η ίδια είναι χρήσιμη σε εκείνους. Μια αορατοποίηση που φέρει τα συστατικά μιας έλξης προς τη μοναχικότητά της, μιας όμως διαφορετικής μοναχικότητας από την μοναξιά της αποξένωσης των άλλων. Από εκείνη τη μοναξιά που δημιουργεί το περιχαράκωμα της σύμβασης ζώντας με άλλους ανθρώπους, διαμορφώνοντας ένα πλέγμα σχέσεων που παρέχει ασφάλεια μεν, ανολοκλήρωτες σχέσεις δε. 
Η Λιντιά καταφεύγει στο ψέμα και την απάτη θέλοντας να βιώσει την αλήθεια της σχέσης με τους ανθρώπους, μια αλήθεια που στην πραγματική της ζωή δεν της επιτρέπεται να βιώσει. Και καταφέρνει μέσα από το ψέμα της να γίνει ορατή. Από εκεί και μετά όλα ξεδιαλύνονται και η αλήθεια της Λιντιά φωτίζεται μέσα από την αφήγηση του Μιλός που καταφέρνει κάτι διόλου εύκολο. Να υπερπηδήσει τα εμπόδια που απομάκρυναν τον ίδιο από τους άλλους, αλλά και τα εμπόδια που η ίδια η Λιντιά έθετε στη συναναστροφή της μαζί του, μέσω των πράξεων της που η κοινωνία χαρακτηρίζει καταδικαστέες. 
Τα fade out των δύο βασικών κύκλων της ζωής της Λιντιά, το βαθμιαίο σκοτείνιασμα των κύκλων της ζωής της που κατέληγαν στο κέντρο της ύπαρξης της, αναδεικνύοντας το βάθος της μοναξιάς της, παραχωρούν τη θέση τους στην παράλληλη διαδρομή δύο ανθρώπων που ίσως στην πορεία τους συναντηθούν στο σημείο εκκίνησης ενός καινούριου κύκλου, όπου πάνω στο παρελθόν τους οι λέξεις τους θα ενδυθούν καινούριες έννοιες και οι σκέψεις τους νέες ιδέες. Σε έναν κύκλο όπου το παρελθόν θα πάψει να καταπίνει το συνειδησιακό παρόν και το παρόν μέσα από το συνειδησιακό παρελθόν θα εξαλείψει τις πληγές που άφησε πίσω του το παρελθόν, αποδεσμεύοντας τους ανθρώπους από ό,τι τους κρατά μακριά, από ό,τι εμποδίζει το ουσιαστικό πλησιάσμά τους. 
Από τις ωραιότερες, κατά τη γνώμη μου, ταινίες της φετινής σεζόν!

--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:

«Io Capitano» του Ματέο Γκαρόνε | EDITORIAL

Ένα οδοιπορικό φρίκης σε μία κοινωνία που ναυαγεί…
Στο φιλμικό σύμπαν του Γκαρόνε συνυπάρχουν η βία, η σκληρότητα και η ελπίδα. Με τα μάτια του δεκαεξάχρονου Σεϊντού ταξιδεύουμε από τη Σενεγάλη στη Μάλτα σε ένα ταξίδι φρίκης, σε ένα ταξίδι όπου οι ανθρώπινες ζωές δεν έχουν καμία απολύτως αξία. Η κάμερα του Γκαρόνε ακολουθεί βήμα βήμα τον Σεϊντού και τον ξάδελφό του τον Μούσα, που αποφασίζουν να φύγουν από τη χώρα τους, μη γνωρίζοντας τι τους περιμένει στην πορεία τους προς την Ευρώπη των ονείρων τους. Η δύναμη και η ορμή της νιότης τους, τους ωθούν στο να αφήσουν το μικρό αφρικάνικο χωριό τους για να περιπλανηθούν σε ένα ταξίδι ανθρώπινης κόλασης. 
Σε αυτό το ταξίδι των δύο νεαρών συμμετέχουμε μαζί τους, αντικρίζοντας όλα τα εμπόδια και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν σε μία περιπέτεια που σφηνώνεται και αυτή μέσα στο πλήθος των συμφορών όλων των ανθρώπων που από τα διάφορα μέρη της Αφρικής αποφασίζουν το ταξίδι τους προς την Ευρώπη. Και μέσα από τα μάτια του Σεϊντού δεν «διαβάζουμε» μόνο τη δικές του αγωνίες , τους δικούς του φόβους όταν πλέον σιγά σιγά ανακαλύπτει το τι εστί «ταξίδι προς το όνειρο» , αλλά «διαβάζουμε» τα πάθη και τα βάσανα και των υπολοίπων της πορείας αυτής. Μιας πορείας που οι φρικαλεότητες που διαπράττονται εις βάρος αυτών των ανθρώπων όσο γνωστές και αν μας είναι από όλα αυτά που διαβάζουμε, ακούμε και βλέπουμε, μας προκαλούν πρωτόγνωρα συναισθήματα αποστροφής προς το ανθρώπινο είδος και κυρίως προς τις πολιτικές των «πολιτισμένων» κρατών που κρατούν τα μάτια κλειστά συμπαρασύροντας λαούς και έθνη στη στήριξη αυτών των πολιτικών. 
Πώς ο φόβος, η απογοήτευση, η αποδόμηση του ονείρου, η συνειδητοποίηση της απόλυτης μοναξιάς και της εγκατάλειψης από οποιαδήποτε πολιτική προστασία, μετατρέπονται σε πείσμα και ενδυνάμωση; Και πώς περνάμε από την ατομική περίπτωση του Σεϊντού, μέσα σε χίλια δράματα, στη συλλογική μοναξιά των θλίψεων και των συμφορών των λαών ενός κατώτερου Θεού; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, μάς τη δίνει ο ίδιος ο Σεϊντού και ο πυρήνας της βρίσκεται στο ότι ο αγώνας για διεκδίκηση καλύτερης ζωής, γίνεται αποτελεσματικός όταν αποδεσμεύεται από την κλειστή προσωπική θέαση του ατομικού δράματος και όταν η θέαση περιλαμβάνει το συλλογικό δράμα. 
Ο Σεϊντού στην πορεία του προς τον δυτικό κόσμο, που αποτελεί ταυτόχρονα και πορεία ωρίμανσης και ενηλικίωσής του, έχει πάψει να ονειρεύεται μια ζωή με κέντρο την ατομική του ευτυχία. Σκέφτεται μια ζωή όπου η δική του ευτυχία είναι άμεσα συνυφασμένη με τις ίδιες τις πράξεις του και τα κίνητρα αυτών, που στο επίκεντρό τους βρίσκεται η διάσωση των άλλων ανθρώπων. Ο Σεϊντού αναλαμβάνει να κάνει αυτό που δεν κάνουν οι ηγέτες των «εξελιγμένων» και «προηγμένων» κοινωνιών. Να σώσει ανθρώπους. Να γίνει αυτός καπετάνιος και να σώσει ό,τι σώζεται από μία κοινωνία που έχει από καιρό ναυαγήσει… 
Μία σκληρή και ταυτόχρονα συγκινητική ταινία, με το στοιχείο της μυθοπλασίας να υπάρχει σαν να έχει σκοπό να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα στον ρεαλισμό της ωμής βίας που προβάλλεται με μια ντοκιμενταρίστικη σχεδόν ματιά. Ο Γκαρόνε μας έχει συνηθίσει άλλωστε, σε αυτόν τον τρόπο καταγραφής της σκληρής πραγματικότητας που βιώνουν οι ξεχασμένοι από Θεούς και ανθρώπους, ήρωές του. Θυμόμαστε την ταινία «Dogman» καθώς και το αριστουργηματικό του «Γόμορρα» όπου τα πλοκάμια της Καμόρα απλώνονταν ανεξέλεγκτα και υπό την κρατική ανοχή, παρασύροντας στον θάνατο δεκάδες ανήλικα παιδιά και νέους  φτωχών και ξεχασμένων συνοικιών της Νάπολης, που αποτελούσαν την εργατική μηχανή της Καμόρα. 
Η νέα ταινία του Ματέο Γκαρόνε «Εγώ, Καπετάνιος» έχει  αποσπάσει τον Αργυρό Λέοντα Σκηνοθεσίας και το  Βραβείο Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Ηθοποιού από το Φεστιβάλ Βενετίας.
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:
Κινηματογραφική Λέσχη Πετρούπολης dimos petroupolis petroupoli.gov.gr pkdp.gr σινέ πετρούπολις Δήμος Πετρούπολης Θερινός Κινηματογράφος Πετρούπολης δημοτικός κινηματογράφος πετρούπολης Θερινό Σινεμά Πετρούπολης Πνευματικό Κέντρο Πετρούπολης πολιτιστικό κέντρο πετρούπολης πρόγραμμα 2017 editorial άρθρα Κινηματοθέατρο Πετρούπολις Ελεύθερη είσοδος παιδική ταινία πρόγραμμα 2018 όσκαρ πρόγραμμα 2019 ελληνική ταινία cinelesxi_petroupolis Petroupoli Πετρούπολη καλοκαίρι 2022 Ταινίες Ινστιτούτο Θερβάντες Σινεμά Πετρούπολη καλοκαίρι 2018 πρόγραμμα 2020 καλοκαίρι 2019 καλοκαίρι 2021 Ισπανική πρεσβεία καλοκαίρι 2020 καλοκαίρι 2023 κωμωδία Πρεσβεία Αργεντινής Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης γαλλική ταινία καλοκαίρι 2024 ισπανική ταινία πρεσβεία βενεζουέλας Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών ιταλική ταινία χειμώνας 2019-2020 Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας ιρανική πρεσβεία Πρεσβεία Νορβηγίας ιρανική ταινία Απρίλιος 2019 Ιούνιος 2023 πρόγραμμα 2021 Ιανουάριος 2024 Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Μάρτιος 2024 Πρεσβεία Ουρουγουάης πρεσβεία Ισημερινού