Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα editorial. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα editorial. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

"Εδώ μιλάνε για λατρεία" | EDITORIAL

Υπάρχουν ντοκιμαντέρ που πληροφορούν. Και υπάρχουν κι εκείνα που σου προκαλούν μια αίσθηση οικειότητας - σαν να σε ξέρουν. Το "Εδώ μιλάνε για λατρεία" του Βύρωνα Κριτζά ανήκει στη δεύτερη κατηγορία: ένα έργο γεμάτο μνήμη, συναισθηματική ακρίβεια και αγάπη για μια μπάντα που δεν ζήτησε ποτέ να γίνει μύθος - έγινε.
Η ταινία δεν αποδομεί, ούτε εξιδανικεύει. Παρακολουθεί την πορεία των Κόρε. Ύδρο. με μια ήρεμη, σιωπηλή αγάπη, από τα πρώτα βήματα στη σκοτεινή, εσωτερική Κέρκυρα - που πίσω από τη γοητευτική ομορφιά της υπάρχει και το άλλο πρόσωπο της συντηρητικής κλειστής κοινωνίας - στην απρόσμενη απογείωση, μέχρι την αναπόφευκτη αποσύνθεση. Και από εκεί, στη σιωπή και στους απόηχους που ακόμα αντηχούν. Παρουσιάζει τη διαδρομή σαν κύκλο: τη γέννηση, τη φλόγα, τη στάχτη και μετά... κάτι καινούργιο. Τη ζωή μετά τη διάλυση, την καθημερινότητα των μελών, και - ίσως πιο συγκινητικό απ’ όλα - το πώς η μουσική τους συνεχίζει να ανακαλύπτεται από ανθρώπους που δεν υπήρχαν όταν αυτοί δημιουργούσαν.
Καμία Χριστίνα δεν τους κράτησε στη γη. Μόνο η ανάμνηση έμεινε. Και τα τραγούδια.
Η αφήγηση δεν βασίζεται σε ημερομηνίες - κι όμως, ακολουθεί μια λεπτή, σχεδόν αόρατη χρονολογική γραμμή. Είναι σαν τα ίδια τα τραγούδια να λένε την ιστορία: από τις πρώτες "Νύχτες χωρίς εσένα", σταδιακά στα "Βράδια της κρίσης", καθώς η πορεία του συγκροτήματος πλησίαζε το τέλος της.
Το ντοκιμαντέρ δεν εξηγεί τα πάντα - και αυτή είναι η δύναμή του. Αφήνει χώρο στον θεατή να βάλει το δικό του φορτίο. Για εκείνον που άκουσε το "Όχι πια έρωτες" και ένιωσε να παγώνει. Για εκείνον που άκουσε τα "Χάδια" και κατάλαβε τι σημαίνει να ζητάς λίγα - και να τα χρειάζεσαι απελπισμένα. Για εκείνον που έζησε το "Τώρα που δεν έχω κανέναν" και το ένιωσε μέχρι το κόκαλο. Και για όσους κάποτε πίστεψαν πως κάποια παρουσία θα τους γείωνε, θα τους λύτρωνε, αλλά δεν έγινε έτσι - Καμία Χριστίνα δεν τους κράτησε στη γη. Μόνο η ανάμνηση έμεινε. Και τα τραγούδια.
Ίσως αυτή να είναι τελικά η μαγεία της μουσικής των Κόρε. Ύδρο.: μια σταθερά που, όσο την κοιτάς, τόσο σε ξαφνιάζει.
Και ναι, όσο κι αν δεν το περιμένεις, το ντοκιμαντέρ είναι και ευχάριστο. Σε κάνει να χαμογελάς, ακόμη και να γελάς. Όχι με ειρωνεία, αλλά με αληθινή ανακούφιση- σα να ζεις "Άλλη μια Νύχτα Σύγχυσης και Γέλιου". Με τη χαρά του να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους να μιλούν για τον εαυτό τους με χιούμορ, με ενσυναίσθηση, με την τρυφερότητα που έρχεται όταν κάποιος έχει σταματήσει να προσποιείται.

Το είδα ήδη τρεις φορές. Όχι γιατί περίμενα να αλλάξει κάτι, αλλά γιατί κάθε φορά έβλεπα λεπτομέρειες που πριν μου είχαν ξεφύγει. Ίσως αυτή να είναι τελικά η μαγεία της μουσικής των Κόρε. Ύδρο.: μια σταθερά που, όσο την κοιτάς, τόσο σε ξαφνιάζει.
Το προτείνω σε όσους υπήρξαν κάποτε "Εραστές του Tίποτα" - και σε όσους νιώθουν πως όταν είναι μαζί με κάποιον, όλα αποκτούν νόημα, έστω και για λίγο.

-------------------------------------------------------------------------------------

Αφροδίτη Παπαδάκη
Μένει στην Πετρούπολη και είναι μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης από το 2011. Ασχολείται με τα οικονομικά και το χορό. Στον ελεύθερο χρόνο της κάνει γιόγκα, διαβάζει βιβλία και βλέπει πολλές ταινίες και ξένες σειρές.
Instagram: @alpha.pi






Δείτε ακόμη:

Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

"Το Αγαπημένο μου Γλυκό" | EDITORIAL

Ιράν (2024) των Μάριαμ Μογκαντάμ και Μπεχτάς Σαναεχά.
Υπάρχει ένα παλιό ρητό στο Ιράν. Οι ερωτευμένοι φτιάχνουν καλό κρασί. Όσο πιο πολύ αγαπιούνται τόσο καλύτερο το κρασί. Και υπάρχει και μια παλιά παράδοση. Για κάθε ποτήρι κρασί που πίνεις ρίχνεις και μια γουλιά στο χώμα για τους νεκρούς. Να τους μεταφέρεις λίγο από τη δική σου αγαλλίαση, τη δική σου γλυκιά μέθη. 
Ο 70χρονος Φαραμάρζ και η συνομήλική του Μαχίν τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους πίνοντας στην πιο ευτυχισμένη νύχτα της ζωής τους, αφού πρώτα έχουν ποτίσει με μια γουλιά από το κρασί τους το χώμα. Ο έρωτας και ο θάνατος δεν τους τρομάζουν. Τον πρώτο τον επιζητούν, τον δεύτερο τον έχουν αποδεχτεί, αφού πλέον βρίσκονται και οι δύο στη δύση της ζωής τους. 
Λίγο πριν τους τυλίξει η αιώνια μοναξιά, αποφασίζουν να μοιραστούν τη μοναξιά της πρόσκαιρης ζωής τους, συνειδητοποιώντας ότι ο χρόνος δεν μετριέται με τη διεκπεραίωση των υποχρεώσεων της ζωής, αλλά με τις μικρές ανθρώπινες στιγμές που μπορεί να φέρουν την προσωπική πλήρωση του καθενός. Εκείνες τις στιγμές όπου όλα τα βάρη και οι φόβοι που σου έχουν επιβληθεί και που εσύ με τη σειρά σου έχεις επιβάλλει στον εαυτό σου, διαλύονται σαν χάρτινος πύργος, όταν ο ίδιος σου ο εαυτός επαναστατεί, διεκδικώντας αυτό  που για πολλά χρόνια του είχε στερηθεί. 
Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί και θρησκευτικοί  περιορισμοί που καταπιέζουν τις ζωές  των ανδρών και των γυναικών στο Ιράν. Είναι και ο ηλικιακός ρατσισμός που δεν συναντάται μόνο στο Ιράν. Είναι η εσωτερίκευση του απαγορευτικού δικαιώματος στην τρίτη ηλικία να ερωτευτεί. Είναι η παραίτηση των ανθρώπων αυτής της ηλικίας να αναζητήσουν στη συντροφικότητα, αυτό που λείπει από τη ζωή τους. Να γεμίσουν το κενό της μοναξιάς τους που γίνεται ανυπόφορη, όταν στα μάτια των άλλων αντιμετωπίζονται ως άτομα που καλό είναι να κάτσουν στη γωνίτσα τους και να μην ενοχλούν , ως άτομα που περνούν απαρατήρητα, ως άτομα που στην καλύτερη των περιπτώσεων αντιμετωπίζονται στοργικά από τους οικείους τους και στη χειρότερη αποτελούν βάρος για αυτούς. Ο Φαραμάρζ και η Μαχίν διεκδικούν ό,τι έχουν στερηθεί. Και η διεκδίκηση τούς αλλάζει. Τους μεταμορφώνει. Τους αναζωογονεί. Τα πόδια δεν σέρνονται βαριά και νωχελικά, αλλά απογειώνονται στον χορό, αποκτούν την ενέργεια που τους έλειπε τόσο χρόνια, μια ενέργεια που εξωτερικεύεται και αντιλαμβανόμαστε τη δυναμική της, στα βλέμματα που συναντιόνται, στα χέρια που αγγίζονται, στα σώματα που ανακαλύπτουν τους δικούς τους ρυθμούς και αφήνονται να παρασυρθούν σε αυτούς,  εκφράζοντας χωρίς ενδοιασμούς και υπεκφυγές, αλλά με απόλυτη ειλικρίνεια και μια φυσική ευγένεια, την επιθυμία να ζήσουν, να αγαπηθούν, να μοιραστούν, να προσφέρουν ο ένας στον άλλον τον εσωτερικό τους πλούτο που κρατούσαν φυλακισμένο στα σώματα αυτά. 
Τα σώματα που ντρέπονται να τα αποκαλύψουν στον άλλον, που νιώθουν άβολα με αυτά, αλλά που το πλησίασμα των δύο ανθρώπων  τους φέρνει πιο κοντά σε αυτά τα κουρασμένα και παραμελημένα σώματα. Έτσι που τα αγαπούν. Γιατί έτσι συμβαίνει με την αγάπη δύο ανθρώπων.  Καταλύονται όλες οι αναστολές, όλα τα επιβεβλημένα εμπόδια, όλοι οι μασκαρεμένοι εαυτοί και πλέον "γυμνοί" οδεύουν ο ένας προς τον άλλο. Η Μαχίν δεν φοβάται την κουτσομπόλα  γειτόνισσα των αυστηρών ηθών, δεν φοβάται να κοιμηθεί με έναν άντρα που πριν λίγο γνώρισε, δεν φοβάται να βάλει δυνατά τη μουσική και να χορέψει. Και στον χορό της, ο Φαραμάρζ ακόμη πιο φοβισμένος, ακόμη πιο συνεσταλμένος, αφήνεται  να παρασυρθεί από την πιο ενεργητική και δραστήρια  Μαχίν, αποβάλλοντας και αυτός σταδιακά, όλες τις ιδεοληψίες που άφηνε να κυριαρχούν στη ζωή του, στερώντας του το βασικό δικαίωμα. Να τη ζήσει με τον τρόπο που εκείνος ήθελε. 
Τη σκηνοθέτρια και τον σκηνοθέτη της ταινίας, Μαριάμ Μογκαντάμ και Μπεχτάς Σαναεχά, αντίστοιχα, τους έχουμε συναντήσει στην ταινία "Η μπαλάντα της λευκής αγελάδας" (2020) όπου εκεί το βασικό θέμα ήταν η θανατική ποινή,  ένα πολύ καυτό θέμα που απασχολεί τον λαό του Ιράν και έχει τεθεί καταγγελτικά, φυσικά,  και στις δύο τελευταίες ταινίες του Ρασούλοφ. Στη "μπαλάντα της λευκής αγελάδας" πρωταγωνιστούσε η σκηνοθέτρια, Μαριάμ Μογκαντάμ, αλλά και σε έναν πολύ μικρο ρόλο - της καλής, αλλά υποταγμένης  γειτόνισσας - είχαμε ξεχωρίσει την Λίλι Φαραντπούρ, που ως κεντρική πλέον ηρωίδα της ταινίας "Το αγαπημένο μου γλυκό" παραδίδει μαθήματα ηθοποιίας με την απλότητά της, την ικανότητά της να αποδίδει με απόλυτη ειλικρίνεια τα συναισθήματά της, έτσι που νιώθεις ότι δεν υποκρίνεται, αλλά απλά μας παρουσιάζει τον πραγματικό της εαυτό. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον συμπρωταγωνιστή της τον Ισμαήλ Μεχραμπί.
Η ερωτική περιπέτεια και των δύο ξεπερνά τα γεωγραφικά και εθνογραφικά σύνορα. Γιατί εδώ πρόκειται για μια υπέρβαση που δεν έχει να κάνει μόνο με τις χρόνια συσσωρευμένες καταπιέσεις, πολλές από τις οποίες προέρχονται και από το ίδιο το καθεστώς. Έχει να κάνει κυρίως με την υπέρβαση δύο μεγάλων ανθρώπων που ενώ πίστευαν  ότι η ζωή τους έχει τελειώσει - ίσως γιατί εκπαιδευόμαστε από μικροί να πιστεύουμε ότι μετά τα 70 έρωτες και αγάπες δεν χωράνε - τελικά ανακαλύπτουν πώς όχι μόνο δεν έχει τελειώσει, αλλά μπορεί να τους δώσει μέσα σε λίγες στιγμές την πραγματική ευτυχία που στα προηγούμενα χρόνια δεν είχαν καν διανοηθεί ότι μπορεί να βιώσουν. Μία ευτυχία που χτίζεται με απλά πράγματα, μόνο που τα απλά αυτά πράγματα έχουν μέσα τους όλη την  αλήθεια και όλο το απόσταγμα εκείνης της γλύκας που φωλιάζει στις ψυχές των ανθρώπων που δεν θέλουν μόνο να αγαπηθούν, αλλά που μπορούν και να αγαπήσουν. Εκείνης της γλύκας του αγαπημένου τους γλυκού που περιμένουν να το μοιραστούν, γιατί η μοιρασιά, αλλά και η αναμονή της μοιρασιάς το κάνει πάντα πιο γλυκό...
Η ταινία  απέσπασε το Βραβείο Κριτικών στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Τρίτη 8 Απριλίου 2025

"Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως" της Παγιάλ Καπάντια | EDITORIAL


Τρεις γυναίκες διαφορετικών γενεών συναντιούνται στην πολύβουη, πολυπληθή πόλη της Βομβάης. Την πόλη που καταφεύγει ένας πολύ μεγάλος αριθμός Ινδών να στεγάσουν τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή. Μία πόλη όπου οι άνθρωποι μιλούν διαφορετικές γλώσσες, έτσι που η επικοινωνία μεταξύ τους καθίσταται δύσκολη, μεγεθύνοντας ακόμη περισσότερο τη μοναξιά και την αποξένωση των ανθρώπων, που εκτός από  την εργασία, που θα τους εξασφαλίσει τον βιοπορισμό, αναζητούν ταυτόχρονα και τον προσωπικό τους χώρο. Έναν χώρο μακριά από τον θρησκευτικό φανατισμό,  τον σκοταδισμό, τις κάστες, ό,τι χρόνια τώρα, κρατά έναν λαό δέσμιο ενός συστήματος που υπάρχει για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ολίγων και των εκλεκτών. 
Τρεις γυναίκες που η κάθε μία κουβαλά τα δικά της τραυματικά βιώματα, τους δικούς της φόβους και ανασφάλειες, αλλά και τα δικά της πείσματα μέσα από τα οποία επιχειρεί να φωτίσει εκείνες τις εσωτερικές διαδρομές που θα τις βοηθήσουν να απαλλαγούν από ό,τι τις κρατά δέσμιες και στέκει εμπόδιο στην κατάκτηση της προσωπικής τους ελευθερίας, παρεμποδίζοντας όχι μόνο την εκπλήρωση  των ονείρων τους, αλλά και το δικαίωμα να ονειρεύονται. 
Ένα κινηματογραφικό διαμάντι που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάννες, μας έρχεται από τη μακρινή Ινδία και μπορούμε πλέον να το απολαύσουμε και στις δικές μας  αίθουσες.
22 χρόνια η Παρβάτι κατοικεί στο σπίτι της που τώρα της το παίρνουν οι κολοσσοί των τεχνικών εταιρειών. Κι ας έχει χτίσει η ίδια με τα χέρια της και τα χέρια χιλιάδων εργατών, όπως αναφέρει και η εκπρόσωπος του εργατικού σωματείου- που αποτελεί τη φωνή αυτών των ανθρώπων- όλη τη χώρα. Όμως στην Ινδία, αν δεν έχεις χαρτιά δεν λογαριάζεσαι ως άνθρωπος. Είσαι ανύπαρκτος. Εξανεμισμένος. Όπως ανύπαρκτοι για το σύστημα είναι και όλοι όσοι έχουν δουλέψει για την οικοδόμηση της χώρας, τα οφέλη της εργασίας των οποίων καρπώνεται το κεφάλαιο. Αλήθεια μόνο στην Ινδία συμβαίνει αυτό; 
Η Πράμπα, μια μεσήλικη γυναίκα παρατηρεί και προσμένει. Ο άνδρας της έφυγε μετανάστης στη Γερμανία και η επικοινωνία τους χρόνια τώρα, είναι μηδαμινή. Είναι παντρεμένη, αλλά ο σύζυγος είναι σωματικά και ψυχικά απών. Ωστόσο η ίδια αρνείται να αποδεχτεί την εγκατάλειψή της. Είναι η ανάγκη της να νιώθει ότι υπάρχει κάποιος που τη σκέφτεται; Η ανάγκη να νιώθει «χρήσιμη» με τη νοερή της παρουσία στη σκέψη του; Είναι ο φόβος της αποδοχής της μοναξιάς της και της δυσκολίας με την οποία μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη μία γυναίκα που ο άντρας της ζει, αλλά αδιαφορεί παντελώς για αυτή; Είναι η  ανάγκη της  να προσπαθεί να εκλογικεύσει το παράλογο της ζωής της; Που άλλοι αποφασίζουν τον γάμο της, άλλοι επιλέγουν τον σύζυγο, για να καταλήξει στο τέλος μόνη και όλοι όσοι έχουν εμπλακεί στη δρομολόγηση της ζωής της να αδιαφορούν  για την τύχη της; «Πολλές φορές καταφεύγουμε στην ψευδαίσθηση για να μην τρελαθούμε» αναφέρει η ίδια σε μία  σκηνή της ταινίας. Και η εκλογίκευση μιας παράλογης κατάστασης , αποτελεί μία μορφή ψευδαίσθησης... 
Η Άνου. Μια νεαρή κοπέλα που δείχνει πιο αποφασιστική να αποτινάξει τις πατροπαράδοτες πατριαρχικές αντιλήψεις και να ορίσει η ίδια τη ζωή και το μέλλον της. Εύκολο; Καθόλου. Και όσο κι αν το επιθυμεί, οι δυσκολίες της υπέρβασης είναι πολλές.

Τρεις  γυναίκες μόνες που δίνουν την ευκαιρία στους εαυτούς τους να κάνουν αυτά τα μικρά βήματα που φέρνουν τη μία κοντά στην άλλη, αρχικά με τις εδραιωμένες αντιλήψεις τους και τα στεγανά μιας κοινωνίας που έχει φροντίσει πολύ καλά να μεταφέρει στους ώμους τους, που σιγά σιγά όμως αυτά τα βάρη αρχίζουν να αποβάλλονται μέσω μιας αλληλοσυμπληρωματικής σχέσης που εδραιώνεται ανάμεσά τους και που τελικά λειτουργεί καταλυτικά, όχι μόνο στην αποδόμηση των παγιωμένων αντιλήψεων, αλλά και στην ενδυνάμωση της κάθε μίας. Η αποφασιστικότητα της γηραιότερης δημιουργεί το υπόβαθρο πάνω στο οποίο οι άλλες δύο θα καταφέρουν να βρουν τα πατήματά τους και να αποδράσουν από τον βάλτο της στασιμότητας μιας προδιαγεγραμμένης ζωής, να πάνε κόντρα στην αντίληψη που θέλει τις ίδιες να ακολουθούν τη μοίρα που άλλοι έχουν ορίσει για αυτές. Η Άνου που ανησυχεί για το δυστοπικό μέλλον που προετοιμάζουν οι γονείς της για αυτήν, συνειδητοποιεί ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσεις κάτι που σε φοβίζει είναι να αφεθείς στην ειλικρίνεια του παρόντος ζώντας την αλήθεια σου, χωρίς να υπολογίζεις τις συνέπειες αυτού του βιώματος. Και η Πράμπα συνεπικουρεί σε αυτό, θέτοντας  ένα οριστικό τέλος σε ένα παρελθόν που την καταδυναστεύει μέσω της χειραγώγησης στην οποία έχει αφεθεί και η ίδια, μια χειραγώγηση που οι ρίζες της ξεκινούν από το διαγενεακό τραύμα της αποδοχής του άνδρα ως του ισχυρού φύλου που δείχνει να μην έχει ανάγκη τη συναισθηματική δέσμευση, όμως κατά βάθος, την έχει εξίσου ανάγκη, απλά έχει μάθει χίλιους δύο τρόπους να τη συγκαλύπτει εμπρός στον μεγάλο φόβο μήπως φανεί η αδυναμία του. Γιατί έχει μάθει να παίζει το ρόλο του δυνατού. Εξαιρετική η σεκάνς της αποδόμησης όλου αυτού του φτιαχτού και ψεύτικου ρόλου σε μία νοερή συζήτηση όπου μπορεί να ειπωθούν αυτά που πολλές φορές φοβόμαστε ή δεν μας δίνεται η ευκαιρία να τα πούμε σε πραγματικές συνθήκες στον πραγματικό τους χώρο και χρόνο. 
Ένα σκληρό φως, γιατί αποκαλύπτει τις σκληρές αλήθειες τους, αλλά αυτή η αποκάλυψη έρχεται να τους  χαρίσει και μία μόνιμη λάμψη, έτσι που όλα όσα οι τρεις γυναίκες φαντάζονταν ως φως, να πάψουν πλέον να βρίσκονται στη φαντασία τους, αλλά να λάβουν πλέον υπόσταση στην πραγματική τους ζωή.
Είναι αυτοί οι φανταστικοί διάλογοι που κάνουμε με τον άλλον μιλώντας εμείς εκ μέρους του και βάζοντάς τον να μας πει τα λόγια που θέλουμε να ακούσουμε και  συνειδητοποιούμε ότι η δύναμη που νομίζαμε ότι θα αντλήσουμε από αυτά τα λόγια δεν έχει να κάνει με αυτόν που τα εκφέρει, αλλά είναι η δύναμη που αντλούμε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι τα λόγια που προέρχονται κατά βάθος από την ίδια την Πράμπα και είναι που μέσα σε αυτά ανακαλύπτει τον δικό της εαυτό που τον είχε χάσει, αφού τόσο καιρό κρυβόταν κάτω από τη σκιά ενός άνδρα, αναμένοντας από εκείνον να γεμίσει το κενό της μοναξιάς της,να υποκαταστήσει  την έλλειψη της συντροφικότητας.
Όμως στη διάρκεια αυτής της αναμονής η Πράμπα διένυσε πολλά χιλιόμετρα μόνη της. Και όταν διανύεις μόνος/η μεγάλες διαδρομές μαθαίνεις σιγά σιγά να θωρακίζεις τον εαυτό σου. Η αναμονή καθαυτή και η έλλειψη της ανταπόκρισης από τον άλλον παύουν κάποια στιγμή να αποτελούν ήττα. Για την ακρίβεια οι πολλές μικρές ήττες συσσωρεύονται και μετατρέπονται σε δύναμη. Στη δύναμη του να αντέχεις τις ματαιώσεις και να βαδίζεις πλέον προς τα εκεί που μπορείς να λάβεις. Από μία συντροφιά, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη να περιαυτολογήσουν, αλλά έχουν ανάγκη να μοιραστούν και να λάβουν ικανοποίηση μέσα από αυτό το μοίρασμα που θα τους βοηθήσει να προχωρήσουν πιο πέρα στη ζωή τους. Έτσι οι τρεις γυναίκες συναντιούνται και αποκαλύπτονται στη φωτεινή λάμψη του παρόντος, που το φως του αναβλύζει από τη ζεστασιά της ειλικρινούς σχέσης που υπάρχει ανάμεσά τους.
Αργοί ρυθμοί, φωνή σε off σαν να ακούμε ώρες ώρες τη δική μας φωνή, ερμηνείες που αποδίδονται με απόλυτη φυσικότητα- πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας έχουμε την αίσθηση ότι παρακολουθούμε σε ντοκιμαντέρ τη ζωή αυτών των γυναικών- η σκηνοθέτης Παγιάλ Καπάντια, μια ανεξάρτητη δημιουργός από την Ινδία, μας παραδίδει μία ταινία λουσμένη στο γαλαζωπό της Βομβάης, την εποχή των μουσώνων και στο σκληρό φως του ήλιου στην παραθαλάσσια περιοχή, μακριά από τη Βομβάη, όπου καταφεύγουν οι τρεις γυναίκες. Ένα σκληρό φως, γιατί αποκαλύπτει τις σκληρές αλήθειες τους, αλλά αυτή η αποκάλυψη έρχεται να τους  χαρίσει και μία μόνιμη λάμψη, έτσι που όλα όσα οι τρεις γυναίκες φαντάζονταν ως φως, να πάψουν πλέον να βρίσκονται στη φαντασία τους, αλλά να λάβουν πλέον υπόσταση στην πραγματική τους ζωή.
Ένα κινηματογραφικό διαμάντι που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάννες, μας έρχεται από τη μακρινή Ινδία και μπορούμε πλέον να το απολαύσουμε και στις δικές μας  αίθουσες.
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

"The Brutalist" του Μπρέιντι Κορμπέ | EDITORIAL

"Κανείς δεν είναι πιο υποδουλωμένος από αυτόν που ψευδώς νομίζει ότι είναι ελεύθερος" - Γκαίτε
Αντικρίζοντας το Άγαλμα της Ελευθερίας, επιστρέφοντας από τη φρίκη του στρατοπέδου συγκέντρωσης, ο Ούγγρος αρχιτέκτονας εβραϊκής καταγωγής, Λάζλο Τοτ,αρχίζει να ξαναζεί. Να ελπίζει πως δεν πρόκειται να ξαναζήσει τις φρικαλεότητες που έζησε, ούτε ο ίδιος ούτε η ανθρωπότητα. Ελπίζει πως όλη η κατασταλαγμένη γνώση του, από την εμπειρία του βασανισμού του, μία γνώση που ξεπερνά τα όρια της φρίκης, θα αντισταθμιστεί από την ανθρώπινη επικοινωνία  που τόσο στερήθηκε, έτσι που να αποκτήσει ξανά την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους , στο ανθρώπινο είδος που στα χρόνια εγκλεισμού του στο στρατόπεδο, του φανέρωσε τα χαρακτηριστικά ενός άλλου φρικτού κτηνώδους απόκοσμου είδους. Ελπίζει ότι θα απαλλαχτεί από τις τρομερές αναμνήσεις που τον στοιχειώνουν και τον ταπεινώνουν ταυτόχρονα. 
Βρισκόμαστε στην Αμερική το 1947. Ο Λάζλο ανήκει στους τυχερούς που επέζησαν από τα στρατόπεδα και καταφέρνει να φτάσει στη χώρα της "ελευθερίας" κάνοντας μια νέα αρχή στη ζωή του. Ταυτόχρονα περιμένει την επιστροφή των δύο πολυαγαπημένων του  ανθρώπων,  της γυναίκας του και της ανιψιάς του, που κατάφεραν και εκείνες στηρίζοντας η μία την άλλη να βγουν ζωντανές από το κολαστήριο του Νταχάου. 
Ένας πολύ πλούσιος επιχειρηματίας προσλαμβάνει  τον Λάζλο, προκειμένου να χτίσει ένα μνημείο- πολυχώρο  στη μνήμη  της μητέρας του. Για τον Λάζλο η πρόταση αυτή αποτελεί μια πρόκληση. Η παραμονή του στην Αμερική αρχίζει να του αποκαλύπτει ένα πρόσωπο που απέχει πολύ από αυτό που φαντάζονταν ή ήλπιζε ότι θα συναντήσει κατά την άφιξή του  στη χώρα αυτή. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του, τα βαθιά τραύματα δεν επουλώνονται, το αντίθετο συμβαίνει. Η σταδιακή αποκάλυψη του κόσμου των ταξικών ανισοτήτων σε μια χώρα που την ύπαρξή της την οφείλει στην αποικιοκρατία και στη διάπραξη πλήθους γενοκτονιών εις βάρος γηγενών πληθυσμών , επιβεβαιώνει στον ίδιο πως η κόλαση και η φρίκη στην οποία υπήρξε θύμα και μάρτυρας μαζί δεν τελείωσε. Συνεχίζεται κάτω από άλλες συνθήκες όπου οι βασανιστές φορούν κοστούμια και όχι στρατιωτικές στολές. Το μίσος τους όμως προς τους "κατώτερους"- αυτούς τους οποίους φοβούνται πως αν συνειδητοποιήσουν τη δύναμη που διαθέτουν θα γίνουν το ορμητικό ποτάμι που θα τους πνίξει- εξακολουθεί να είναι αβυσσαλέο.  Ο αφανισμός έχει αντικατασταθεί από την υποδούλωση. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έχουν μετατραπεί σε εργοτάξια όπου πλήθος εργατικών χεριών χτίζει την υπερδύναμη. 
Ο Λάζλο συνειδητοποιεί αργά, σταθερά και επώδυνα πως ο πόλεμος δεν τελείωσε. Συνειδητοποιεί πως ο ίδιος από θύμα μιας απροσδιόριστης μοίρας που τον έστειλε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έχει μετατραπεί σε θύμα της δύναμης του Κεφαλαίου που κυβερνά και διαπράττει πλήθος εγκλημάτων. Εγκλήματα, εις βάρος όχι μόνο μιας μειονότητας, αλλά εις βάρος όλων όσων εξακολουθούν να σκέφτονται ελεύθερα, να οραματίζονται ένα καλύτερο μέλλον για την ανθρωπότητα, να αρνούνται να γίνουν υποχείρια του καθενός με αντάλλαγμα φρούδες ελπίδες, να μην τους ενδιαφέρουν οι υλικές απολαβές και να μην θυσιάζουν τη συνείδησή τους στον βωμό αυτών.  
Δεν θα τη θυμόμαστε όμως για τα βραβεία της. Αλλά για αυτό που κατάφερε ο Κορμπέ να μας μεταδώσει μέσα από την  ερμηνεία του Μπρόντι. Να μας περιγράψει κινηματογραφικά το ανθρώπινο μεγαλείο απέναντι στην  ανθρώπινη κτηνωδία. Στο ταξίδι, συναντάμε την ανθρώπινη κτηνωδία. Στον προορισμό όμως, το ανθρώπινο μεγαλείο θριαμβεύει.
Το μπρουταλιστικής αρχιτεκτονικής κτίσμα, το οποίο για τον Λάζλο αποτελεί έργο ζωής, χτίζεται σταδιακά διατρέχοντας τις  μεταπολεμικές δεκαετίες του 50  και του 60  στην Αμερική της εκμετάλλευσης, των "δυνάμει" εκατομμυριούχων υποδούλων στο λόμπι των κυβερνώντων που διαπραγματεύεται ανέξοδα τον θάνατο. Το έργο αυτό δεν αποτελεί απόρροια  μιας προσωπικής φιλοδοξίας, αλλά στοχεύει στο να  λειτουργήσει αφυπνιστικά προς τις μελλοντικές γενιές. Έτσι που ο αέναος κύκλος των εγκλημάτων κάποτε να λάβει ένα τέλος. Η εμμονή όχι στην αισθητική, αλλά στα δομικά υλικά και στη λειτουργικότητα του χώρου (χαρακτηριστικά της μπρουταλιστικής αρχιτεκτονικής) ανάγεται στην εμμονή σε μια βαθιά πίστη που απορρέει όχι από κάτι ουτοπικό αλλά από την ελπίδα  ότι στο ταξίδι της ζωής, ακόμη και αν αυτό κυριαρχείται από φρικαλεότητες, υπάρχει πάντα ένας κρυμμένος πυρήνας ομορφιάς. Το κτίριο κάνει αναφορά όχι μόνο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης- μεταφέροντας το κλειστοφοβικό των μικρών σκοτεινών δωματίων που  αν κοιτάξεις πολύ ψηλά τότε  θα αντικρίσεις ένα κομμάτι ουρανού που το φως του καταφέρνει να εισχωρήσει μέσα από τον γυάλινο θόλο της οροφής- αλλά μετουσιώνει την ανθρώπινη εμπειρία σε τέχνη, με σκοπό να αναδειχτεί η αλήθεια. Ο γυάλινος θόλος, το  διαχωριστικό επίπεδο  ανάμεσα στο άτομο  και την ελευθερία, εξαρτάται από το κατά πόσο το άτομο είναι σε θέση να αντιληφθεί τη δική του υπόσταση μέσα στο συλλογικό εμείς. Έτσι που να μην είναι δυσδιάκριτο το ποιος είναι εγκλωβισμένος πίσω ή έξω από τους τοίχους του κτιρίου. Και έτσι που ο άνθρωπος να μπορεί να αντιληφθεί αν το φως που διαπερνά τον γυάλινο θόλο  είναι το απατηλό, που εμποδίζει το δικό του εσωτερικό φως να φωτίσει τα σκοτάδια του έξω κόσμου. 
Η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί όμως να αναπαραστήσει με διαύγεια ιστορικές αλήθειες που στο πέρασμα του χρόνου ξεχνιούνται η θάβονται. Και ο Λάζλο απέκτησε αυτήν τη διαύγεια πολύ επώδυνα,όταν βγαίνοντας από το στρατόπεδο συγκέντρωσης μετά τη λήξη του πολέμου, βρέθηκε σε έναν κόσμο που παρουσίαζε πολλά κοινά με αυτόν του στρατοπέδου.  Έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη ζωή απαξιώνεται, οι ταπεινώσεις και οι εξευτελισμοί δεν έχουν τέλος. Και ο Λάζλο θέλησε όλη αυτή την εμπειρία να μην την αφήσει να χαθεί. Γιατί αυτή ήταν η ζωή του. Θέλησε να την αναπαραστήσει  προσκαλώντας και προκαλώντας  τους μελλοντικούς επισκέπτες του κτιρίου σε ένα υπαρξιακό ταξίδι πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, προς τα ενδότερα της ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί που βρίσκεται η ομορφιά της ελεύθερης βούλησης, της ελεύθερης σκέψης που στέκει πάνω από κάθε είδους καταναγκασμό, που δραπετεύει από κάθε φυλακή.
Η εσωτερική ερμηνεία του Έιντριεν Μπρόντι, μας συγκλονίζει. Στέκει σιωπηλός υπομένοντας κάθε είδους βασανιστήριο, αντλώντας  δύναμη από τη σκληρή συνειδητοποίηση ότι ναι, σημασία έχει ο προορισμός και όχι το ταξίδι. Το ταξίδι είναι γεμάτο κακουχίες και οδυνηρές μνήμες. Ο προορισμός όμως για τον Λάζλο είναι το ταξίδι αυτό να  καταφέρει να μεταφέρει στους επόμενους την εμπειρία, με την προσδοκία ποτέ κανείς να μην ξαναπεράσει αυτά που πέρασε ο ίδιος. Τρεισήμισι  ώρες περνούν δίχως να το καταλάβουμε, όπως  περνά γρήγορα από την οθόνη  ο χρόνος από το 1947 μέχρι και το 1980, όπως περνά γρήγορα και ο χρόνος στις πραγματικές μας ζωές. Δεν περνά όμως γρήγορα ο εσωτερικός χρόνος του ήρωά μας, που μαζί με αυτόν βιώνουμε και εμείς αργά, τις εσωτερικές του αλλαγές, εκείνες που τον κάνουν να αντέχει, να προχωρεί, να δημιουργεί και να μοιράζεται. Να αποκαθιστά δηλαδή την πραγματική έννοια του Ανθρώπου και να επαναπροσδιορίζει τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης. 
Η ταινία απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βενετίας, 3 "Χρυσές Σφαίρες" (Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Α' Ανδρικού Ρόλου) και  τρία Όσκαρ ( Καλύτερης Φωτογραφίας, Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής και Α΄ Ανδρικού Ρόλου).
Δεν θα τη θυμόμαστε όμως για τα βραβεία της. Αλλά για αυτό που κατάφερε ο Κορμπέ να μας μεταδώσει μέσα από την  ερμηνεία του Μπρόντι. Να μας περιγράψει κινηματογραφικά το ανθρώπινο μεγαλείο απέναντι στην  ανθρώπινη κτηνωδία. Στο ταξίδι, συναντάμε την ανθρώπινη κτηνωδία. Στον προορισμό όμως, το ανθρώπινο μεγαλείο θριαμβεύει.

--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

"Πικρές Αλήθειες" του Μάικ Λι | EDITORIAL

Πολύ αγαπημένος σκηνοθέτης ο Μάικ Λι, ο σκηνοθέτης των βλεμμάτων, των ανθρώπινων εκφράσεων, ο σκηνοθέτης που χαρτογραφεί σπιθαμή προς σπιθαμή την ανθρώπινη ψυχή, μας μιλάει για τις πικρές, σκληρές αλήθειες της ζωής μας, και μας τις αποκαλύπτει με μεγάλη ευαισθησία, απλά, λιτά, ανθρώπινα.
Ο Μάικ Λι, μαζί με τον  Στίβεν Φρίαρς και τον Κεν Λόουτς απαρτίζουν τη μεγάλη τριάδα του σύγχρονου αγγλικού κινηματογράφου, που στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 το έργο τους καταξιώνεται και οι ίδιοι καθίστανται οι βασικοί εκπρόσωποι του νέου ρεαλισμού στον βρετανικό κινηματογράφο. Ενός κινήματος  που σαφώς και φέρει πολλές επιρροές από τον ιταλικό νεορεαλισμό και το κίνημα του free cinema που είχαν προηγηθεί μερικές δεκαετίες πριν, και που ένα από τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι ότι η  θεματολογία των ταινιών τους αντλεί από τις συνθήκες ζωής των απλών ανθρώπων. Συνθήκες που τους κάνουν να βρίσκονται σε δύσκολη κοινωνική ή οικονομική ή  ψυχολογική κατάσταση  από  όπου καλούνται να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Και ενώ ο Φρίαρς δείχνει να επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στους περιθωριακούς και απόκληρους, τις φυλετικές ή σεξουαλικές μειονότητες και το προλεταριάτο, ο δε Λόουτς ασκεί κριτική στο καθεστώς, προσανατολίζοντας τη θεματολογία του στα προβλήματα της εργατικής τάξης, ο τρίτος της παρέας ο Μάικ Λι, επικεντρώνεται θεματικά στα υπαρξιακά προβλήματα των ηρώων του και με το οξυδερκές του βλέμμα καταφέρνει να ανασύρει στην επιφάνεια τις αιτίες των προβλημάτων. Έτσι που ακόμη και αν οι συμπεριφορές των ηρώων του φτάνουν στα άκρα, αυτό να μην μας ξενίζει, καθώς εστιάζουμε  την προσοχή μας όχι στο πώς, αλλά στο γιατί της συμπεριφοράς. Οι δυσλειτουργικές οικογένειες, η δυσκολία έκφρασης και επικοινωνίας των μελών , η μοναξιά,  οι απαξιωτικές συμπεριφορές και τα βαθιά ψυχικά τραύματα που αυτές προκαλούν, αποτελούν τα βασικά θέματα που βρίσκονται στο επίκεντρο των περισσοτέρων  ταινιών του Μαικ Λι, ανάμεσα στις οποίες και η τελευταία του ταινία "Πικρές Αλήθειες". 
Τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή της Πάνσι (η νεαρή πρωταγωνίστρια Μαριάν Ζαν-Μπατίστ που την είχαμε γνωρίσει στην ταινία "Μυστικά και Ψέματα", μεγάλωσε και υποδύεται άψογα των ρόλο της νευρωτικής νοικοκυράς) της μεσήλικης μικροαστής γυναίκας που ζει σε ένα άνετο διαμέρισμα σε κάποιο προάστιο του Λονδίνου με τον σύζυγο και τον 22χρονο γιο της. Νευρωτική, υποχόνδρια, μικροβιοφοβική , διαρκώς θυμωμένη , αγοραφοβική με πολλές κρίσεις πανικού και ανήσυχους ύπνους που την κάνουν να πετάγεται απότομα με το παραμικρό. Άκρως καταπιεστική απέναντι  στον γιο και στον άντρα της που διαρκώς τους κατακρίνει και τους απαξιώνει. Η ίδια ασφυκτιά συναισθηματικά στην πολυτελή φυλακή του διαμερίσματος της που ίσως κάποτε αποτελούσε το όνειρό της. ‘Ενα όνειρο που μάλλον απόδραση από το μεγάλο υπαρξιακό κενό της ήταν, παρά όνειρο εκπλήρωσης πραγματικών επιθυμιών. Ποτέ της δεν αφουγκράστηκε τις πραγματικές της επιθυμίες η Πάνσι, κουβαλώντας και αυτή τις παθογένειες της οικογένειας των παιδικών της χρόνων και μεταφέροντάς τες στην δική της. Ετεροκαθορισμένες επιθυμίες που όσο τις εκπλήρωνε τόσο μεγάλωνε το κενό μέσα της, έτσι που τώρα η ίδια να μιλάει ακατάπαυστα, αλλά να μην λέει τίποτα και να μην την ακούει κανείς.  Μόνο σαν  απεγνωσμένη κραυγή βοήθειας καταλήγουμε στο τέλος να ακούμε τα λόγια της. Σύζυγος και γιος στέκουν ανήμποροι να παράσχουν την όποια βοήθεια προς αυτή τη γυναίκα. Η συμπεριφορά της τους κουράζει, τους καταρρακώνει, τους ακινητοποιεί. Ο μεν σύζυγος αντιδρά στωικά, λιγομίλητος σαν να έχει αποδεχτεί το μόνιμο της κατάστασης, της έλλειψης επικοινωνίας με τη γυναίκα του και σαν να έχει κανονικοποιήσει τη συμπεριφορά της, θεωρώντας την δεδομένη και ακίνδυνη. Ο δε γιος ξεσπά όλη την πίεση  της οικογένειας που δέχεται στο φαγητό . Μόνο εκεί νιώθει ζωντανός. Όλος ο άλλος χρόνος βιώνεται στην απόλυτη απομόνωση, στην παντελή έλλειψη επικοινωνίας. 
Ο Μάικ Λι υιοθετεί ένα λιτό ρεαλιστικό ύφος μέσα από το οποίο δεν καταγράφει μόνο τη συμπεριφορά  των τριών μελών της οικογένειας, αλλά με την ευαίσθητη και διορατική ματιά του, καταγράφει και τον τρόπο που αντιμετωπίζεται αυτή η οικογένεια από τους άλλους. Από τη μία η οικογένεια της Πάνσι με τα κραυγαλέα και ολοφάνερα προβλήματα, τη νευρωτική μητέρα, τον υπέρβαρο απομονωμένο γιο, τον σιωπηλό πατέρα, και από την άλλη η οικογένεια της αδελφής της με τις δύο νεαρές κόρες της, που έχουν επιλέξει έναν άλλον τρόπο επίλυσης των δικών τους προβλημάτων. Να μην τα πολυσυζητούν και να δείχνουν προς τα έξω την εικόνα της χαρούμενης, αρμονικά δεμένης οικογένειας, όπου στο εσωτερικό της υπάρχει μία αυτονομία και ένας σεβασμός μεταξύ των μελών της, τα προβλήματα όμως που απασχολούν το κάθε μέλος δεν μπαίνουν στο τραπέζι, προσπερνιούνται. Έτσι που η εικόνα προς τα έξω της χαρούμενης και ευτυχισμένης οικογένειας να λειτουργεί ανατροφοδοτικά προς την ίδια, όχι φυσικά λύνοντας τα προβλήματα που υπάρχουν,  αλλά επικαλύπτοντάς τα, παρατείνοντας τη στιγμή της αποκάλυψής τους, κάτι όμως που φαινομενικά δεν δείχνει να τις απασχολεί ιδιαίτερα. Και εδώ ο εμπειρότατος στην ανατομία των ανθρωπίνων σχέσεων, Μάικ Λι, με τα σκηνοθετικά  ταιριασμένα στιγμιότυπα της καθημερινότητας όλων των ηρώων του, καταφέρνει να μας μιλήσει για το μυστήριο της μοναξιάς που βρίσκεται στην καρδιά των σχέσεων  και για τον μεγάλο φόβο των ανθρώπων να αποκαλυφθεί  η ευαλωτότητά τους , να αποκαλυφθεί η αδυναμία τους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, καταλήγοντας να φτιάχνουν ένα μικρό περιχαρακωμένο σύστημα, όπου οι υπόλοιποι είναι οι «παρείσακτοι» που τους υποδέχονται με ζεστασιά μεν, γιατί αυτό συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι, αλλά με απουσία ειλικρίνειας. 
Ο Μάικ Λι πλησιάζει με ενδιαφέρον και στοργή όλους τους ήρωές του, γιατί δεν το ενδιαφέρει να κατακρίνει συμπεριφορές αλλά να διακρίνει το αίτιο και το αιτιατό σε αυτές. Και ξεσκεπάζει αυτό που δεν φαίνεται. Αυτό που κρύβεται πίσω από το βόλεμα του «όλα πάνε καλά». Κι ας φαίνεται ότι «όλα πάνε καλά». Καταφέρνει να αποσπάσει την προσοχή μας  από τις κραυγές της Πάνσι, που δεν κρύβει τα προβλήματά της, από την απομόνωση του υπέρβαρου γιου που και αυτός «φωνάζει» για συντροφικότητα και επικοινωνία, και να μας αποκαλύψει την υποκρισία των άλλων. Μια υποκρισία που όχι μόνο δεν βοηθά την Πάνσι και την οικογένειά της να βγει από το αδιέξοδο της, αλλά την κάνει να βουλιάζει ακόμη περισσότερο σε αυτό. Οι άνθρωποι, μας λέει ο Μάικ Λι, στις μεταξύ τους συναναστροφές,  ώρες ώρες, γίνονται πολύ σκληροί, όχι σκόπιμα, αλλά περισσότερο για λόγους ευκολίας.  Γιατί τους είναι πιο εύκολο να κρίνουν τις συμπεριφορές των άλλων, να τις αξιολογούν σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς που και οι ίδιοι έχουν αποδεχτεί, ακόμη κι αν "στριμώχνονται" πολύ και οι ίδιοι μέσα σε αυτά, από το να σταθούν σαν ίσος προς ίσον απέναντι στον άλλον και να μιλήσουν με απόλυτη ειλικρίνεια για τους δικούς τους φόβους, τις δικές τους ανασφάλειες, τις δικές τους πιέσεις, και τις δικές τους πραγματικές ανάγκες . Από το να μοιραστούν αληθινά. 
Πολύ αγαπημένος σκηνοθέτης ο Μάικ Λι, ο σκηνοθέτης των βλεμμάτων, των ανθρώπινων εκφράσεων, ο σκηνοθέτης που χαρτογραφεί σπιθαμή προς σπιθαμή την ανθρώπινη ψυχή, μας μιλάει για τις πικρές, σκληρές αλήθειες της ζωής μας, και μας τις αποκαλύπτει με μεγάλη ευαισθησία, απλά, λιτά, ανθρώπινα.

--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

"Armand" του Χάλφνταν Ούλμαν Τέντελ | EDITORIAL

Η Ελίζαμπεθ, μητέρα του εξάχρονου Αρμάντ και οι γονείς του Γιον -συμμαθητή του Αρμάντ- η Σάρα και ο Άντερς καλούνται από τη διεύθυνση του σχολείου, προκειμένου να συζητήσουν ένα πρόβλημα που έχει προκύψει στις σχέσεις των παιδιών τους. Ένα πρόβλημα για το οποίο η Ελίζαμπεθ δεν έχει ενημερωθεί, αντίθετα οι γονείς του Γιον είναι ενήμεροι από τον ίδιο τους τον γιο, που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση από τον Αρμάντ. Η συνάντηση των γονέων γίνεται  στο σχολείο, το οποίο σταδιακά, από τόπος συνάντησης μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Ένα πεδίο μάχης στο οποίο ο τελικός σκοπός της συνάντησης που είναι να ερευνηθεί το περιστατικό, να αποκαλυφθεί η αλήθεια των γεγονότων και να ληφθούν μέτρα προς όφελος και των δύο παιδιών για οτιδήποτε έχει συμβεί, καθίσταται ανέφικτος. Ο χώρος του σχολείου μετατρέπεται σε ένα πεδίο έντονων συγκρούσεων και διαξιφισμών που ανασύρουν πολλές αθέατες όψεις της προσωπικότητας, όχι όμως των παιδιών, αλλά των γονιών τους. Γι αυτό και από το κάδρο απουσιάζουν εντελώς τα παιδιά . Στον χώρο του σχολείου λείπουν οι μαθητές, όχι όμως και τα παθογενή περιβάλλοντα μέσα στα οποία αυτοί ζουν. Αυτά τα περιβάλλοντα που κουβαλούν μαζί τους στη σχολική τάξη και που επηρεάζουν άμεσα τη συμπεριφορά τους, χωρίς όμως να μπορούν να ανιχνευθούν εύκολα, πολλές φορές ούτε καν γίνονται αντιληπτά. Η εκπαιδευτικός των δύο μικρών μαθητών, ο διευθυντής και η ψυχολόγος του σχολείου, προσπαθώντας να συντονίσουν τη συζήτηση, καταλήγουν στο τέλος απλά να εποπτεύουν μια κατάσταση την οποία καθίστανται και οι ίδιοι ανίκανοι να ελέγξουν. 
Μία υποβόσκουσα βία που εκδηλώνεται με αφορμή ένα περιστατικό ανάμεσα σε δύο εξάχρονους μικρούς μαθητές σε ένα Δημοτικό Σχολείο στη Νορβηγία, αρχίζει σιγά σιγά να ανεβαίνει προς την επιφάνεια και από λεπτό σε λεπτό να γίνεται όλο και πιο ανεξέλεγκτη, όλο και πιο ορμητική, έτσι που κάθε προσπάθεια ελέγξιμου της κατάστασης μέσω της πολιτικής ορθότητας από τη μεριά της διεύθυνσης του σχολείου, να πέφτει στο κενό. Μία βαθιά ριζωμένη βία που απλώνει τις ρίζες της  σε όλους τους χώρους των κοινωνικών ομάδων που απαρτίζουν το περιβάλλον των μαθητών, καθώς και των θεσμών όπως το σχολείο και η οικογένεια.  
Μία εκπαιδευτικός που νοιάζεται πραγματικά για τα παιδιά, αλλά που δεν μπορεί να παραβλέψει την εντολή του διευθυντή της, που της συστήνει σύνεση και διπλωματία και που της υπενθυμίζει ότι εκπροσωπεί το σχολείο, επομένως η δική της γνώμη δεν μετράει. 
Ένας κουρασμένος διευθυντής που θέλει η υπόθεση των παιδιών να κλείσει όσο το δυνατό πιο σύντομα και πιο μυστικά, για να μην διασυρθεί η φήμη του σχολείου. 
Μια ψυχολόγος που έχει έτοιμο το αλφαβητάρι των ατομικών και γενικών μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν με σκοπό την τροποποίηση της συμπεριφοράς, χωρίς να επιχειρεί μία σε βάθος ανίχνευση των αιτίων της εκάστοτε συμπεριφοράς. 
Και γονείς. Έτοιμοι να δικάσουν. Έτοιμοι να αποδώσουν κατηγορίες, ακόμη κι αν τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους είναι φήμες. Γονείς που δημιουργούν μια εικόνα για το παιδί τους που καθρεφτίζει τις δικές τους προσδοκίες, τις δικές τους επιθυμίες, τα δικά τους ανεκπλήρωτα. Και που αντιμετωπίζουν με μεγάλη καχυποψία οτιδήποτε ή οποιονδήποτε επιχειρεί να χαλάσει αυτή την εικόνα. Γονείς τέλος, που δημιουργούν τους δικούς τους ψεύτικους κόσμους για να ξεφύγουν από τις δικές τους ανασφάλειες και τα δικά τους δισεπίλυτα χρόνια καταχωνιασμένα προβλήματα. Που όλη τους η ενεργητικότητα αναλώνεται στη διατήρηση αυτών των κόσμων. Των κόσμων της υποκρισίας, της ψευδαίσθησης, της ματαιότητας.  
Και από την άλλη μεριά η Ελίζαμπεθ (εξαιρετική η ερμηνεία της Ρενάτε Ρέισβε, την έχουμε δει στην ταινία. "Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο" και προσφάτως στην ταινία "A Different Man" που προβλήθηκε στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης) με τον γιο της τον Αρμάντ, αντιμέτωπη με όλους τους παραπάνω. Αγωνιά, ξαφνιάζεται, τρομάζει, ασφυκτιά, νιώθει μόνη, εγκαταλελειμμένη, γεμίζει ενοχές για το αν τελικά είναι καλή μάνα, ξεσπά σε νευρικό γέλιο,μεγάλης διάρκειας, που καταλήγει σε κλάμα εκτονώνοντας όλη την ασφυκτικά βίαιη πίεση που ασκείται πάνω της, και καταδεικνύοντας ταυτόχρονα, την υποκρισία μέσα στην οποία βουλιάζει ένα ολόκληρο σχολείο. 
Στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο 35χρονος Χάλφνταν Ούλμαν Τέντελ, εγγονός των Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και Λιβ Ούλμαν μας παραδίδει μία ταινία που μπορεί σε κάποια σημεία να χάνει τον ρυθμό της – με την κάπως αταίριαστη, όχι νοηματικά, αλλά σε επίπεδο μορφής, παρεμβολή σκηνών όπου το όνειρο και η φαντασίωση υποκαθιστούν την πραγματικότητα- δείχνει όμως ότι έχει μάθει πολλά από τον παππού του, ξέροντας να χειρίζεται σωστά την κάμερα, που με τα κοντινά πλάνα αναδεικνύει με εξαιρετική πλαστικότητα και φωτισμό τις παραμικρές λεπτομέρειες των προσώπων, εντείνοντας έτσι την αίσθηση του πλησιάσματος και της εμβάθυνσης των χαρακτήρων. 
Θυμίζοντάς μας Θέατρο Δωματίου, λίγα πρόσωπα σε περιορισμένο χώρο, όπου ο κινηματογραφικός χρόνος ταυτίζεται με τον πραγματικό και όπου διερευνάται η ψυχολογία των ηρώων μέσω της οικειότητας και της εγγύτητας που νιώθει ο θεατής με τα πρόσωπα, ο Τέντελ επιχειρεί μια λεπτομερή και βαθιά  ανάλυση του φαινομένου της εσωτερικευμένης βίας ανθρώπων και θεσμών, η οποία όσο και αν επιχειρείται να συγκαλυφθεί, γίνεται αντιληπτή από τα παιδιά, που  τη νιώθουν και αντιδρούν σε αυτήν καλώντας με τον δικό τους τρόπο  σε βοήθεια. 
Παραμένει πάντα ένα ζητούμενο όμως,  αν και κατά πόσο μπορούν αυτές οι  φωνές να ακουστούν, να φτάσουν στους δέκτες τους...
Η ταινία απέσπασε το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στο Φεστιβάλ των Καννών και το βραβείο της ΠΕΚΚ (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου) στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας.

--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:

"Το Παρίσι του Σουλεϊμάν" του Μπορίς Λοζκίν | EDITORIAL

Το Παρίσι του Σουλεϊμάν δεν είναι η Πόλη του φωτός ,των μεγάλων μουσείων, των φημισμένων κήπων, των ανακτόρων . Δεν είναι το  Παρίσι της κοσμοπολίτικης νυχτερινής ζωής, των ρομαντικών περιπάτων στις όχθες του Σηκουάνα και στα πλακόστρωτα της Μονμάρτρης, στα υποφωτισμένα  μπιστρό με τους πελάτες να απολαμβάνουν το ακριβό  γαλλικό κρασί συνοδευόμενο από μελωδίες τύπου "Sous le ciel de Paris" (Κάτω από τον παριζιάνικο ουρανό). Δεν είναι το Παρίσι της μόδας και των διάσημων  σχεδιαστών, των πανάκριβων ρούχων, των  αξεσουάρ και των αρωμάτων. 
Το Παρίσι του Σουλεϊμάν είναι η σκοτεινή και αθέατη πλευρά εκείνης της πόλης που παραμένει μακριά από τους χώρους επίσκεψης των τουριστών με τα γερά πορτοφόλια. 
Και εμείς μαζί τους ως ενεργοί θεατές, δεν περιοριζόμαστε στη θέαση, ούτε στην απλή ανάγνωση της ταινίας, αλλά συνειδητοποιούμε και νιώθουμε έντονα ότι στα όρια αυτών των αντοχών κάποτε πρέπει να μπει ένα τέλος, μία κόκκινη γραμμή, μέσω μιας συλλογικής πολιτικής πρακτικής που θα ανατρέπει τους κυρίαρχους ιδεολογικούς μηχανισμούς, έτσι που να πάψει ο κάθε Σουλεϊμάν να αναγκάζεται να αντέχει την ύπαρξή του, και απλά να χαίρεται και να απολαμβάνει που ζει και υπάρχει. 
Το Παρίσι του Σουλεϊμάν είναι η πόλη των μεγάλων ταξικών αντιθέσεων, εκεί όπου η φτώχεια και η αθλιότητα δεν έχουν καμία απολύτως φωτογένεια. Είναι η αθέατη μεριά της τουριστικής γκλαμουριάς, είναι ο άλλος κόσμος που δεν αποτελεί πόλο έλξης για τους επισκέπτες του. Είναι η πόλη των ντελιβεράδων, των μεταναστών, της προσφυγιάς, των ανθρώπων που περνούν τα βράδια τους σε εστίες φιλοξενίας, που αν δεν προλάβουν το νυχτερινό λεωφορείο μπορεί και να περάσουν τη βραδιά τους στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Είναι το Παρίσι των μοναχικών ανθρώπων που αναζητούν τη χαμένη τους ταυτότητα. Των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους και που διαπιστώνουν ότι για αυτούς τα περιθώρια βελτίωσης της ζωής τους είναι ελάχιστα. Των ανθρώπων που αντικρίζουν κατάματα το σκληρό, εχθρικό, βίαιο πρόσωπο του καπιταλισμού και που διαπιστώνουν έντρομοι ότι ελάχιστα απέχει από αυτό που  τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τη δική τους πατρίδα. 
Αντίστροφα μετράει ο χρόνος για τον Σουλεϊμάν τον πρόσφυγα από τη Γουινέα, που στον φιλμικό χρόνο που διαρκεί μιάμιση ώρα, συμπυκνώνεται η ζωή δύο ημερών, όπου μέσα σε αυτές δίνει έναν τιτάνιο αγώνα, προκειμένου να κερδίσει την πολυπόθητη άδεια παραμονής του σε μία χώρα, που με πίκρα διαπιστώνει ότι είναι εξίσου αφιλόξενη- παρά το υψηλό οικονομικό και πολιτιστικό της επίπεδο- με τη χώρα από την οποία προέρχεται. Δεν είναι το ταξίδι, δεν είναι οι κακουχίες, δεν είναι η φρίκη που πέρασε ο Σουλεϊμάν για να φτάσει στον τελικό του προορισμό. Το χειρότερο είναι αυτό που αντικρίζει . Που διαπιστώνει ότι στη νέα του ζωή πρέπει να απαρνηθεί την προηγούμενη. Που πρέπει να γίνει ένας άλλος άνθρωπος ξεριζωμένος, αποκομμένος από τους συναισθηματικούς δεσμούς που τον ενώνουν με ό,τι άφησε πίσω του. Που πρέπει να επινοήσει ένα παραμύθι γιατί το σύστημα τον απορρίπτει. Έχει συγκεκριμένες φόρμες ο καπιταλισμός, στις οποίες εντάσσει τους ανθρώπους στη χοάνη του. Είναι το παράλογο που δεν μπορεί να κατανοήσει, ο Σουλεϊμάν, που μέσα στον ξέφρενο ρυθμό να πραγματοποιήσει τον τελικό του στόχο, που είναι η διαμονή του, συνειδητοποιεί ότι τελικά αυτός ο στόχος είναι ανούσιος. 
Ο Λοζκίν μας παραδίδει μια αμιγώς πολιτική ταινία που αναδεικνύει τους κοινωνικούς σχηματισμούς μέσα στους οποίους εγγράφεται η ιστορία του Σουλεϊμάν, η ιστορία των προσφύγων, των κατατρεγμένων, των ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν στις μεγάλες μητροπόλεις, των ανθρώπων που αντέχουν και όλο αντέχουν... Και εμείς μαζί τους ως ενεργοί θεατές, δεν περιοριζόμαστε στη θέαση, ούτε στην απλή ανάγνωση της ταινίας, αλλά συνειδητοποιούμε και νιώθουμε έντονα ότι στα όρια αυτών των αντοχών κάποτε πρέπει να μπει ένα τέλος, μία κόκκινη γραμμή, μέσω μιας συλλογικής πολιτικής πρακτικής που θα ανατρέπει τους κυρίαρχους ιδεολογικούς μηχανισμούς, έτσι που να πάψει ο κάθε Σουλεϊμάν να αναγκάζεται να αντέχει την ύπαρξή του, και απλά να χαίρεται και να απολαμβάνει που ζει και υπάρχει. 
"Το Παρίσι του Σουλεϊμάν" παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Καννών 2024 στο τμήμα "Ένα Κάποιο Βλέμμα" και κέρδισε το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής και το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας για τον Αμπού Σανγκαρέ (ερασιτέχνης ηθοποιός), τιμήθηκε με 3 Σεζάρ αλλά και με το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου.

--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Δείτε ακόμη:
Κινηματογραφική Λέσχη Πετρούπολης dimos petroupolis petroupoli.gov.gr pkdp.gr σινέ πετρούπολις Δήμος Πετρούπολης Θερινός Κινηματογράφος Πετρούπολης δημοτικός κινηματογράφος πετρούπολης Θερινό Σινεμά Πετρούπολης Πνευματικό Κέντρο Πετρούπολης πολιτιστικό κέντρο πετρούπολης editorial άρθρα πρόγραμμα 2017 Κινηματοθέατρο Πετρούπολις Ελεύθερη είσοδος παιδική ταινία πρόγραμμα 2018 όσκαρ πρόγραμμα 2019 ελληνική ταινία cinelesxi_petroupolis Petroupoli Πετρούπολη καλοκαίρι 2022 Ταινίες Ινστιτούτο Θερβάντες Σινεμά Πετρούπολη καλοκαίρι 2018 πρόγραμμα 2020 καλοκαίρι 2019 καλοκαίρι 2021 Ισπανική πρεσβεία καλοκαίρι 2020 καλοκαίρι 2023 κωμωδία Πρεσβεία Αργεντινής Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης γαλλική ταινία καλοκαίρι 2024 Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών ισπανική ταινία πρεσβεία βενεζουέλας ιταλική ταινία χειμώνας 2019-2020 Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας ιρανική πρεσβεία Πρεσβεία Νορβηγίας ιρανική ταινία Απρίλιος 2019 Ιούνιος 2023 πρόγραμμα 2021 Ιανουάριος 2024 Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης καλοκαίρι 2025 Μάρτιος 2024 Πρεσβεία Ουρουγουάης πρεσβεία Ισημερινού πρόγραμμα 2025