Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

"Το Αγαπημένο μου Γλυκό" | EDITORIAL

Ιράν (2024) των Μάριαμ Μογκαντάμ και Μπεχτάς Σαναεχά.
Υπάρχει ένα παλιό ρητό στο Ιράν. Οι ερωτευμένοι φτιάχνουν καλό κρασί. Όσο πιο πολύ αγαπιούνται τόσο καλύτερο το κρασί. Και υπάρχει και μια παλιά παράδοση. Για κάθε ποτήρι κρασί που πίνεις ρίχνεις και μια γουλιά στο χώμα για τους νεκρούς. Να τους μεταφέρεις λίγο από τη δική σου αγαλλίαση, τη δική σου γλυκιά μέθη.
Ο 70χρονος Φαραμάρζ και η συνομήλική του Μαχίν τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους πίνοντας στην πιο ευτυχισμένη νύχτα της ζωής τους, αφού πρώτα έχουν ποτίσει με μια γουλιά από το κρασί τους το χώμα. Ο έρωτας και ο θάνατος δεν τους τρομάζουν. Τον πρώτο τον επιζητούν, τον δεύτερο τον έχουν αποδεχτεί, αφού πλέον βρίσκονται και οι δύο στη δύση της ζωής τους.
Λίγο πριν τους τυλίξει η αιώνια μοναξιά, αποφασίζουν να μοιραστούν τη μοναξιά της πρόσκαιρης ζωής τους, συνειδητοποιώντας ότι ο χρόνος δεν μετριέται με τη διεκπεραίωση των υποχρεώσεων της ζωής, αλλά με τις μικρές ανθρώπινες στιγμές που μπορεί να φέρουν την προσωπική πλήρωση του καθενός. Εκείνες τις στιγμές όπου όλα τα βάρη και οι φόβοι που σου έχουν επιβληθεί και που εσύ με τη σειρά σου έχεις επιβάλλει στον εαυτό σου, διαλύονται σαν χάρτινος πύργος, όταν ο ίδιος σου ο εαυτός επαναστατεί, διεκδικώντας αυτό που για πολλά χρόνια του είχε στερηθεί.

Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί και θρησκευτικοί περιορισμοί που καταπιέζουν τις ζωές των ανδρών και των γυναικών στο Ιράν. Είναι και ο ηλικιακός ρατσισμός που δεν συναντάται μόνο στο Ιράν. Είναι η εσωτερίκευση του απαγορευτικού δικαιώματος στην τρίτη ηλικία να ερωτευτεί. Είναι η παραίτηση των ανθρώπων αυτής της ηλικίας να αναζητήσουν στη συντροφικότητα αυτό που λείπει από τη ζωή τους. Να γεμίσουν το κενό της μοναξιάς τους που γίνεται ανυπόφορη, όταν στα μάτια των άλλων αντιμετωπίζονται ως άτομα που καλό είναι να κάτσουν στη γωνίτσα τους και να μην ενοχλούν, ως άτομα που περνούν απαρατήρητα, ως άτομα που στην καλύτερη των περιπτώσεων αντιμετωπίζονται στοργικά από τους οικείους τους και στη χειρότερη αποτελούν βάρος για αυτούς. Ο Φαραμάρζ και η Μαχίν διεκδικούν ό,τι έχουν στερηθεί. Και η διεκδίκηση τούς αλλάζει. Τους μεταμορφώνει. Τους αναζωογονεί. Τα πόδια δεν σέρνονται βαριά και νωχελικά, αλλά απογειώνονται στον χορό, αποκτούν την ενέργεια που τους έλειπε τόσο χρόνια, μια ενέργεια που εξωτερικεύεται και αντιλαμβανόμαστε τη δυναμική της, στα βλέμματα που συναντιόνται, στα χέρια που αγγίζονται, στα σώματα που ανακαλύπτουν τους δικούς τους ρυθμούς και αφήνονται να παρασυρθούν σε αυτούς, εκφράζοντας χωρίς ενδοιασμούς και υπεκφυγές, αλλά με απόλυτη ειλικρίνεια και μια φυσική ευγένεια, την επιθυμία να ζήσουν, να αγαπηθούν, να μοιραστούν, να προσφέρουν ο ένας στον άλλον τον εσωτερικό τους πλούτο που κρατούσαν φυλακισμένο στα σώματα αυτά.
Τα σώματα που ντρέπονται να τα αποκαλύψουν στον άλλον, που νιώθουν άβολα με αυτά, αλλά που το πλησίασμα των δύο ανθρώπων τους φέρνει πιο κοντά σε αυτά τα κουρασμένα και παραμελημένα σώματα. Έτσι που τα αγαπούν. Γιατί έτσι συμβαίνει με την αγάπη δύο ανθρώπων.  Καταλύονται όλες οι αναστολές, όλα τα επιβεβλημένα εμπόδια, όλοι οι μασκαρεμένοι εαυτοί και πλέον "γυμνοί" οδεύουν ο ένας προς τον άλλο. Η Μαχίν δεν φοβάται την κουτσομπόλα  γειτόνισσα των αυστηρών ηθών, δεν φοβάται να κοιμηθεί με έναν άντρα που πριν λίγο γνώρισε, δεν φοβάται να βάλει δυνατά τη μουσική και να χορέψει. Και στον χορό της, ο Φαραμάρζ ακόμη πιο φοβισμένος, ακόμη πιο συνεσταλμένος, αφήνεται  να παρασυρθεί από την πιο ενεργητική και δραστήρια  Μαχίν, αποβάλλοντας και αυτός σταδιακά, όλες τις ιδεοληψίες που άφηνε να κυριαρχούν στη ζωή του, στερώντας του το βασικό δικαίωμα. Να τη ζήσει με τον τρόπο που εκείνος ήθελε. 
Τη σκηνοθέτρια και τον σκηνοθέτη της ταινίας, Μαριάμ Μογκαντάμ και Μπεχτάς Σαναεχά, αντίστοιχα, τους έχουμε συναντήσει στην ταινία "Η μπαλάντα της λευκής αγελάδας" (2020) όπου εκεί το βασικό θέμα ήταν η θανατική ποινή,  ένα πολύ καυτό θέμα που απασχολεί τον λαό του Ιράν και έχει τεθεί καταγγελτικά, φυσικά,  και στις δύο τελευταίες ταινίες του Ρασούλοφ. Στη "μπαλάντα της λευκής αγελάδας" πρωταγωνιστούσε η σκηνοθέτρια, Μαριάμ Μογκαντάμ, αλλά και σε έναν πολύ μικρο ρόλο - της καλής, αλλά υποταγμένης  γειτόνισσας - είχαμε ξεχωρίσει την Λίλι Φαραντπούρ, που ως κεντρική πλέον ηρωίδα της ταινίας "Το αγαπημένο μου γλυκό" παραδίδει μαθήματα ηθοποιίας με την απλότητά της, την ικανότητά της να αποδίδει με απόλυτη ειλικρίνεια τα συναισθήματά της, έτσι που νιώθεις ότι δεν υποκρίνεται, αλλά απλά μας παρουσιάζει τον πραγματικό της εαυτό. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον συμπρωταγωνιστή της τον Ισμαήλ Μεχραμπί.
Η ερωτική περιπέτεια και των δύο ξεπερνά τα γεωγραφικά και εθνογραφικά σύνορα. Γιατί εδώ πρόκειται για μια υπέρβαση που δεν έχει να κάνει μόνο με τις χρόνια συσσωρευμένες καταπιέσεις, πολλές από τις οποίες προέρχονται και από το ίδιο το καθεστώς. Έχει να κάνει κυρίως με την υπέρβαση δύο μεγάλων ανθρώπων που ενώ πίστευαν  ότι η ζωή τους έχει τελειώσει - ίσως γιατί εκπαιδευόμαστε από μικροί να πιστεύουμε ότι μετά τα 70 έρωτες και αγάπες δεν χωράνε - τελικά ανακαλύπτουν πώς όχι μόνο δεν έχει τελειώσει, αλλά μπορεί να τους δώσει μέσα σε λίγες στιγμές την πραγματική ευτυχία που στα προηγούμενα χρόνια δεν είχαν καν διανοηθεί ότι μπορεί να βιώσουν. Μία ευτυχία που χτίζεται με απλά πράγματα, μόνο που τα απλά αυτά πράγματα έχουν μέσα τους όλη την  αλήθεια και όλο το απόσταγμα εκείνης της γλύκας που φωλιάζει στις ψυχές των ανθρώπων που δεν θέλουν μόνο να αγαπηθούν, αλλά που μπορούν και να αγαπήσουν. Εκείνης της γλύκας του αγαπημένου τους γλυκού που περιμένουν να το μοιραστούν, γιατί η μοιρασιά, αλλά και η αναμονή της μοιρασιάς το κάνει πάντα πιο γλυκό...
Η ταινία  απέσπασε το Βραβείο Κριτικών στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

"Όλα θα Πάνε Καλά" του Ρέι Γιούνγκ | EDITORIAL

Η Πατ που για πάνω από τριάντα χρόνια συζούσε με την Άντζι, δεν ζει πια. Πεθαίνει ξαφνικά, αφήνοντας μόνη την Άντζι που πενθεί ολοκληρωτικά τον χαμό της. Ολοκληρωτικά, γιατί η Πατ και η Άντζι αγαπιόντουσαν πολύ. Η μία συμπλήρωνε την άλλη. Τα απλά καθημερινά πράγματα που έκαναν μαζί δεν αποτελούσαν ρουτίνα για αυτές, αλλά μια ιεροτελεστία που τους χάριζε μια άφατη ηρεμία και ικανοποίηση. Κάθε μέρα, ακόμη και αν αποτελούσε επανάληψη της προηγούμενης, φωτίζονταν με το φως της αγάπης τους, που χάριζε και στις δύο την ευτυχία. Την ευτυχία που συντελείται με τα πολύ απλά. Τη βόλτα στην εξοχή. Την προετοιμασία του πρωινού. Την ετοιμασία ενός εορταστικού δείπνου. Τα καθημερινά ψώνια. Τις  μικρές, χαρούμενες στιγμές που απολαμβάνεις στις συναντήσεις σου με τους φίλους, που ξέρεις ότι νοιάζονται για εσένα. Απλά, καθημερινά πράγματα που αντικατοπτρίζουν όμως, μια πολύ βαθιά σχέση που η Πατ και η Άντζι έχτισαν, ακούγοντας για χρόνια τις εσωτερικές τους φωνές και πηγαίνοντας κόντρα στις θεσμοθετημένες αρχές μιας κοινωνίας, που νομικά δεν αποδέχεται τη δημιουργία οικογένειας μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών. 
Ο Ρέι Γιούνγκ γύρισε την ταινία αυτή, όταν είχε ανοίξει η συζήτηση σχετικά με την έλλειψη ενός νομικού πλαισίου στο Χονγκ Κονγκ, που να στηρίζει τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Όμως η ταινία δεν στέκεται μόνο σε αυτό. Προχωρά πολύ πιο πέρα, αναδεικνύοντας όχι απλά την έλλειψη αυτού του πλαισίου - μία έλλειψη που υπάρχει άλλωστε σε πολλές χώρες- αλλά τη δυσκολία του κοινωνικού συνόλου να αποδεχτεί, ουσιαστικά, τη συμβίωση και τη δημιουργία οικογένειας με όλα τα δικαιώματα που απολαμβάνει το κάθε μέλος της, όταν αυτή η οικογένεια δημιουργείται από ομόφυλα ζευγάρια. 
Όταν η Πατ πεθαίνει, το σπίτι ανήκει ουσιαστικά στην Άντζι, αφού μαζί το αγόρασαν και στέγασαν την αγάπη τους σε αυτό. Όμως δεν της ανήκει τυπικά, αφού η Πατ δεν είχε προλάβει να μεταφέρει τους τίτλους ιδιοκτησίας στην αγαπημένη της σύντροφο. Έτσι οι συγγενείς της Πατ, ο αδελφός της και η οικογένεια του, το διεκδικούν, αφού τυπικά αυτοί είναι οι κληρονόμοι. Και ενώ όσο ζούσε η Πατ έδειχναν να έχουν αποδεχτεί τη σχέση της και θεωρούσαν την Άντζι μέλος της οικογένειάς τους, τώρα όλα αυτά σιγά σιγά ανατρέπονται, αφού τα οικονομικά συμφέροντα φαίνονται να αποτελούν έναν πολύ ισχυρό παράγοντα στη διαμόρφωση των στάσεων τους απέναντι τελικά στις ίδιες τους τις πεποιθήσεις, απέναντι στη διαμόρφωση των πραγματικών τους συναισθημάτων προς τις δύο γυναίκες, στο πλαίσιο των νέων συνθηκών. Και όσο προχωρά δραματουργικά  η ταινία, ανακύπτουν και άλλα θέματα. Οι στάσεις και οι συμπεριφορές των ανθρώπων, καθώς και τα συναισθήματά τους κατά πόσο εξαρτώνται από την ταξική τους θέση σε μία κοινωνία όπου η κοινωνική διαστρωμάτωση συντελεί καταλυτικά στη  διαμόρφωση του τρόπου ζωής τους;
Ο αδελφός της Πατ σε μεγάλη ηλικία αναγκάζεται να δουλεύει νυχτερινές βάρδιες για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.  Η παντρεμένη κόρη του, με τον σύζυγο και τα δύο μικρά παιδιά τους, ζουν σε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα που μόλις και καταφέρνουν να περπατούν σε αυτό. Η έλλειψη στέγης στο Χονγκ Κονγκ αποτελεί πολύ μεγάλο πρόβλημα για τους φτωχούς ανθρώπους. Σε μία πόλη - που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή και εμπορικά κέντρα του κόσμου , όπου εκεί εδρεύει η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα η HSBC (Hong Kong Shanghais Banking) - οι άνθρωποι των χαμηλών εισοδημάτων στοιβάζονται κυριολεκτικά, μέσα σε πολύ μικρούς χώρους ή αναγκάζονται να ζήσουν με τους γονείς τους με όλα τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργεί μια τέτοια συγκατοίκηση.  Μας μεταδίδεται αυτό στην ταινία με την κάμερα τοποθετημένη με τρόπο που οι άνθρωποι μέσα στα σπίτια να έχουν το ίδιο μέγεθος με τον χώρο αυτών, μεταφέροντάς  μας την αίσθηση που μας δημιουργείται από την έλλειψη ζωτικού χώρου που θα εξασφάλιζε μία άνεση και μία ελευθερία κινήσεων.  Το κλειστοφοβικό του χώρου, αντανακλά και το "κλειστό" μέσα στο οποίο έχουν οριοθετήσει τις ζωές τους οι άνθρωποι αυτοί. 
Ο Ρέι Γιούνγκ παρουσιάζει τους ήρωες της ταινίας του, κατανοώντας την αδυναμία τους να μπουν στη θέση της Άντζι η οποία έρχεται αντιμέτωπη με δύο μεγάλες ανατροπές της ζωής της. Δεν πρόκειται να είναι ποτέ μαζί ξανά με την πολυαγαπημένη σύντροφό της και ταυτόχρονα  διαπιστώνει ότι οι πιο κοντινοί άνθρωποι της συντρόφου της με τους οποίους νόμιζε ότι είχε αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς, τελικά οι δεσμοί αυτοί δεν ήταν τόσο ισχυροί και ξαφνικά για αυτούς είναι μία ξένη, στην καλύτερη περίπτωση μία φίλη. Και εδώ το ζήτημα της αποδοχής μπαίνει στη σωστή του βάση.  Αποδεχόμαστε κάποιον όταν ανεχόμαστε τη διαφορετικότητα του, συγκαλύπτοντας αυτή την ανοχή με το να είμαστε ευγενικοί απέναντί του;  Πώς σχετίζεται η ουσιαστική αποδοχή του άλλου με τον ίδιο μας τον εαυτό; Ποιες είναι οι δικές μας παράμετροι που καθορίζουν τις προσωπικές μας σχέσεις και τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο; Και πώς οι παράμετροι αυτοί αντανακλώνται στη συμπεριφορά μας απέναντι σε κάποιον που θεωρούμε ότι αποκλίνει από τα καθορισμένα κοινωνικά πρότυπα; 
Με αργούς αφηγηματικούς ρυθμούς, ο Ρέι Γιούνγκ μας συστήνει τους ήρωές του, την κεντρική του  ηρωίδα την Άντζι, τους συγγενείς της Πατ,  αλλά και την ίδια την Πατ που αν και νεκρή νιώθουμε διαρκώς την παρουσία της, γιατί νιώθουμε τη μεγάλη αγάπη που συνέδεε τις δύο γυναίκες.  Και μέσα από αυτούς τους αργούς ρυθμούς, μας δίνει τον απαραίτητο χρόνο  να κατανοήσουμε το βαθύ νόημα της αποδοχής. Να κατανοήσουμε ότι η ουσία αυτής της λέξης βρίσκεται όχι απλά και μόνο  στην αποδοχή των επιθυμιών ενός ατόμου,  που μπορεί να μην συμβαδίζουν με τις κοινωνικές νόρμες, αλλά στην κατανόηση των κινήτρων αυτών των επιθυμιών που ωθούν το άτομο να ξανοίγεται σε διαφορετικούς κόσμους, να σχετίζεται με διαφορετικούς τρόπους και να δημιουργεί γύρω του ένα διαφορετικό σύμπαν. Ένα σύμπαν, που ακόμη και αν το άτομο φύγει από τη ζωή ο κόσμος του θα εξακολουθεί να υπάρχει και να στηρίζεται όχι μόνο από τους ανθρώπους που ανήκουν, αλλά και από εκείνους που δεν ανήκουν σε αυτό, ωστόσο όμως, έχουν κατανοήσει πλήρως την ανάγκη ύπαρξης και δημιουργίας του. 
Η ταινία βραβεύτηκε με το Teddy Award (διεθνές κινηματογραφικό βραβείο για ταινίες με ΛΟΑΤΚΙ θεματική) στο  Φεστιβάλ Βερολίνου και προβάλλεται στις αίθουσες.
 
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...
 
 
 

Τρίτη 8 Απριλίου 2025

"Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως" της Παγιάλ Καπάντια | EDITORIAL


Τρεις γυναίκες διαφορετικών γενεών συναντιούνται στην πολύβουη, πολυπληθή πόλη της Βομβάης. Την πόλη που καταφεύγει ένας πολύ μεγάλος αριθμός Ινδών να στεγάσουν τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή. Μία πόλη όπου οι άνθρωποι μιλούν διαφορετικές γλώσσες, έτσι που η επικοινωνία μεταξύ τους καθίσταται δύσκολη, μεγεθύνοντας ακόμη περισσότερο τη μοναξιά και την αποξένωση των ανθρώπων, που εκτός από  την εργασία, που θα τους εξασφαλίσει τον βιοπορισμό, αναζητούν ταυτόχρονα και τον προσωπικό τους χώρο. Έναν χώρο μακριά από τον θρησκευτικό φανατισμό,  τον σκοταδισμό, τις κάστες, ό,τι χρόνια τώρα, κρατά έναν λαό δέσμιο ενός συστήματος που υπάρχει για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ολίγων και των εκλεκτών. 
Τρεις γυναίκες που η κάθε μία κουβαλά τα δικά της τραυματικά βιώματα, τους δικούς της φόβους και ανασφάλειες, αλλά και τα δικά της πείσματα μέσα από τα οποία επιχειρεί να φωτίσει εκείνες τις εσωτερικές διαδρομές που θα τις βοηθήσουν να απαλλαγούν από ό,τι τις κρατά δέσμιες και στέκει εμπόδιο στην κατάκτηση της προσωπικής τους ελευθερίας, παρεμποδίζοντας όχι μόνο την εκπλήρωση  των ονείρων τους, αλλά και το δικαίωμα να ονειρεύονται. 
Ένα κινηματογραφικό διαμάντι που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάννες, μας έρχεται από τη μακρινή Ινδία και μπορούμε πλέον να το απολαύσουμε και στις δικές μας  αίθουσες.
22 χρόνια η Παρβάτι κατοικεί στο σπίτι της που τώρα της το παίρνουν οι κολοσσοί των τεχνικών εταιρειών. Κι ας έχει χτίσει η ίδια με τα χέρια της και τα χέρια χιλιάδων εργατών, όπως αναφέρει και η εκπρόσωπος του εργατικού σωματείου- που αποτελεί τη φωνή αυτών των ανθρώπων- όλη τη χώρα. Όμως στην Ινδία, αν δεν έχεις χαρτιά δεν λογαριάζεσαι ως άνθρωπος. Είσαι ανύπαρκτος. Εξανεμισμένος. Όπως ανύπαρκτοι για το σύστημα είναι και όλοι όσοι έχουν δουλέψει για την οικοδόμηση της χώρας, τα οφέλη της εργασίας των οποίων καρπώνεται το κεφάλαιο. Αλήθεια μόνο στην Ινδία συμβαίνει αυτό; 
Η Πράμπα, μια μεσήλικη γυναίκα παρατηρεί και προσμένει. Ο άνδρας της έφυγε μετανάστης στη Γερμανία και η επικοινωνία τους χρόνια τώρα, είναι μηδαμινή. Είναι παντρεμένη, αλλά ο σύζυγος είναι σωματικά και ψυχικά απών. Ωστόσο η ίδια αρνείται να αποδεχτεί την εγκατάλειψή της. Είναι η ανάγκη της να νιώθει ότι υπάρχει κάποιος που τη σκέφτεται; Η ανάγκη να νιώθει «χρήσιμη» με τη νοερή της παρουσία στη σκέψη του; Είναι ο φόβος της αποδοχής της μοναξιάς της και της δυσκολίας με την οποία μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη μία γυναίκα που ο άντρας της ζει, αλλά αδιαφορεί παντελώς για αυτή; Είναι η  ανάγκη της  να προσπαθεί να εκλογικεύσει το παράλογο της ζωής της; Που άλλοι αποφασίζουν τον γάμο της, άλλοι επιλέγουν τον σύζυγο, για να καταλήξει στο τέλος μόνη και όλοι όσοι έχουν εμπλακεί στη δρομολόγηση της ζωής της να αδιαφορούν  για την τύχη της; «Πολλές φορές καταφεύγουμε στην ψευδαίσθηση για να μην τρελαθούμε» αναφέρει η ίδια σε μία  σκηνή της ταινίας. Και η εκλογίκευση μιας παράλογης κατάστασης , αποτελεί μία μορφή ψευδαίσθησης... 
Η Άνου. Μια νεαρή κοπέλα που δείχνει πιο αποφασιστική να αποτινάξει τις πατροπαράδοτες πατριαρχικές αντιλήψεις και να ορίσει η ίδια τη ζωή και το μέλλον της. Εύκολο; Καθόλου. Και όσο κι αν το επιθυμεί, οι δυσκολίες της υπέρβασης είναι πολλές.

Τρεις  γυναίκες μόνες που δίνουν την ευκαιρία στους εαυτούς τους να κάνουν αυτά τα μικρά βήματα που φέρνουν τη μία κοντά στην άλλη, αρχικά με τις εδραιωμένες αντιλήψεις τους και τα στεγανά μιας κοινωνίας που έχει φροντίσει πολύ καλά να μεταφέρει στους ώμους τους, που σιγά σιγά όμως αυτά τα βάρη αρχίζουν να αποβάλλονται μέσω μιας αλληλοσυμπληρωματικής σχέσης που εδραιώνεται ανάμεσά τους και που τελικά λειτουργεί καταλυτικά, όχι μόνο στην αποδόμηση των παγιωμένων αντιλήψεων, αλλά και στην ενδυνάμωση της κάθε μίας. Η αποφασιστικότητα της γηραιότερης δημιουργεί το υπόβαθρο πάνω στο οποίο οι άλλες δύο θα καταφέρουν να βρουν τα πατήματά τους και να αποδράσουν από τον βάλτο της στασιμότητας μιας προδιαγεγραμμένης ζωής, να πάνε κόντρα στην αντίληψη που θέλει τις ίδιες να ακολουθούν τη μοίρα που άλλοι έχουν ορίσει για αυτές. Η Άνου που ανησυχεί για το δυστοπικό μέλλον που προετοιμάζουν οι γονείς της για αυτήν, συνειδητοποιεί ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσεις κάτι που σε φοβίζει είναι να αφεθείς στην ειλικρίνεια του παρόντος ζώντας την αλήθεια σου, χωρίς να υπολογίζεις τις συνέπειες αυτού του βιώματος. Και η Πράμπα συνεπικουρεί σε αυτό, θέτοντας  ένα οριστικό τέλος σε ένα παρελθόν που την καταδυναστεύει μέσω της χειραγώγησης στην οποία έχει αφεθεί και η ίδια, μια χειραγώγηση που οι ρίζες της ξεκινούν από το διαγενεακό τραύμα της αποδοχής του άνδρα ως του ισχυρού φύλου που δείχνει να μην έχει ανάγκη τη συναισθηματική δέσμευση, όμως κατά βάθος, την έχει εξίσου ανάγκη, απλά έχει μάθει χίλιους δύο τρόπους να τη συγκαλύπτει εμπρός στον μεγάλο φόβο μήπως φανεί η αδυναμία του. Γιατί έχει μάθει να παίζει το ρόλο του δυνατού. Εξαιρετική η σεκάνς της αποδόμησης όλου αυτού του φτιαχτού και ψεύτικου ρόλου σε μία νοερή συζήτηση όπου μπορεί να ειπωθούν αυτά που πολλές φορές φοβόμαστε ή δεν μας δίνεται η ευκαιρία να τα πούμε σε πραγματικές συνθήκες στον πραγματικό τους χώρο και χρόνο. 
Ένα σκληρό φως, γιατί αποκαλύπτει τις σκληρές αλήθειες τους, αλλά αυτή η αποκάλυψη έρχεται να τους  χαρίσει και μία μόνιμη λάμψη, έτσι που όλα όσα οι τρεις γυναίκες φαντάζονταν ως φως, να πάψουν πλέον να βρίσκονται στη φαντασία τους, αλλά να λάβουν πλέον υπόσταση στην πραγματική τους ζωή.
Είναι αυτοί οι φανταστικοί διάλογοι που κάνουμε με τον άλλον μιλώντας εμείς εκ μέρους του και βάζοντάς τον να μας πει τα λόγια που θέλουμε να ακούσουμε και  συνειδητοποιούμε ότι η δύναμη που νομίζαμε ότι θα αντλήσουμε από αυτά τα λόγια δεν έχει να κάνει με αυτόν που τα εκφέρει, αλλά είναι η δύναμη που αντλούμε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι τα λόγια που προέρχονται κατά βάθος από την ίδια την Πράμπα και είναι που μέσα σε αυτά ανακαλύπτει τον δικό της εαυτό που τον είχε χάσει, αφού τόσο καιρό κρυβόταν κάτω από τη σκιά ενός άνδρα, αναμένοντας από εκείνον να γεμίσει το κενό της μοναξιάς της,να υποκαταστήσει  την έλλειψη της συντροφικότητας.
Όμως στη διάρκεια αυτής της αναμονής η Πράμπα διένυσε πολλά χιλιόμετρα μόνη της. Και όταν διανύεις μόνος/η μεγάλες διαδρομές μαθαίνεις σιγά σιγά να θωρακίζεις τον εαυτό σου. Η αναμονή καθαυτή και η έλλειψη της ανταπόκρισης από τον άλλον παύουν κάποια στιγμή να αποτελούν ήττα. Για την ακρίβεια οι πολλές μικρές ήττες συσσωρεύονται και μετατρέπονται σε δύναμη. Στη δύναμη του να αντέχεις τις ματαιώσεις και να βαδίζεις πλέον προς τα εκεί που μπορείς να λάβεις. Από μία συντροφιά, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη να περιαυτολογήσουν, αλλά έχουν ανάγκη να μοιραστούν και να λάβουν ικανοποίηση μέσα από αυτό το μοίρασμα που θα τους βοηθήσει να προχωρήσουν πιο πέρα στη ζωή τους. Έτσι οι τρεις γυναίκες συναντιούνται και αποκαλύπτονται στη φωτεινή λάμψη του παρόντος, που το φως του αναβλύζει από τη ζεστασιά της ειλικρινούς σχέσης που υπάρχει ανάμεσά τους.
Αργοί ρυθμοί, φωνή σε off σαν να ακούμε ώρες ώρες τη δική μας φωνή, ερμηνείες που αποδίδονται με απόλυτη φυσικότητα- πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας έχουμε την αίσθηση ότι παρακολουθούμε σε ντοκιμαντέρ τη ζωή αυτών των γυναικών- η σκηνοθέτης Παγιάλ Καπάντια, μια ανεξάρτητη δημιουργός από την Ινδία, μας παραδίδει μία ταινία λουσμένη στο γαλαζωπό της Βομβάης, την εποχή των μουσώνων και στο σκληρό φως του ήλιου στην παραθαλάσσια περιοχή, μακριά από τη Βομβάη, όπου καταφεύγουν οι τρεις γυναίκες. Ένα σκληρό φως, γιατί αποκαλύπτει τις σκληρές αλήθειες τους, αλλά αυτή η αποκάλυψη έρχεται να τους  χαρίσει και μία μόνιμη λάμψη, έτσι που όλα όσα οι τρεις γυναίκες φαντάζονταν ως φως, να πάψουν πλέον να βρίσκονται στη φαντασία τους, αλλά να λάβουν πλέον υπόσταση στην πραγματική τους ζωή.
Ένα κινηματογραφικό διαμάντι που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάννες, μας έρχεται από τη μακρινή Ινδία και μπορούμε πλέον να το απολαύσουμε και στις δικές μας  αίθουσες.
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Κινηματογραφική Λέσχη Πετρούπολης dimos petroupolis petroupoli.gov.gr pkdp.gr σινέ πετρούπολις Δήμος Πετρούπολης Θερινός Κινηματογράφος Πετρούπολης δημοτικός κινηματογράφος πετρούπολης Θερινό Σινεμά Πετρούπολης Πνευματικό Κέντρο Πετρούπολης πολιτιστικό κέντρο πετρούπολης editorial άρθρα πρόγραμμα 2017 Κινηματοθέατρο Πετρούπολις Ελεύθερη είσοδος παιδική ταινία πρόγραμμα 2018 όσκαρ πρόγραμμα 2019 ελληνική ταινία cinelesxi_petroupolis Petroupoli Πετρούπολη καλοκαίρι 2022 Ταινίες Ινστιτούτο Θερβάντες Σινεμά Πετρούπολη καλοκαίρι 2018 πρόγραμμα 2020 καλοκαίρι 2019 καλοκαίρι 2021 Ισπανική πρεσβεία καλοκαίρι 2020 καλοκαίρι 2023 κωμωδία Πρεσβεία Αργεντινής Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης γαλλική ταινία καλοκαίρι 2024 Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών ισπανική ταινία πρεσβεία βενεζουέλας ιταλική ταινία καλοκαίρι 2025 χειμώνας 2019-2020 Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας ιρανική πρεσβεία πρόγραμμα 2025 Πρεσβεία Νορβηγίας ιρανική ταινία Απρίλιος 2019 Ιούνιος 2023 πρόγραμμα 2021 Ιανουάριος 2024 Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Μάρτιος 2024 Πρεσβεία Ουρουγουάης πρεσβεία Ισημερινού