Πολύ αγαπημένος σκηνοθέτης ο Μάικ Λι, ο σκηνοθέτης των βλεμμάτων, των ανθρώπινων εκφράσεων, ο σκηνοθέτης που χαρτογραφεί σπιθαμή προς σπιθαμή την ανθρώπινη ψυχή, μας μιλάει για τις πικρές, σκληρές αλήθειες της ζωής μας, και μας τις αποκαλύπτει με μεγάλη ευαισθησία, απλά, λιτά, ανθρώπινα.
Τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή της Πάνσι (η νεαρή πρωταγωνίστρια Μαριάν Ζαν-Μπατίστ που την είχαμε γνωρίσει στην ταινία "Μυστικά και Ψέματα", μεγάλωσε και υποδύεται άψογα των ρόλο της νευρωτικής νοικοκυράς) της μεσήλικης μικροαστής γυναίκας που ζει σε ένα άνετο διαμέρισμα σε κάποιο προάστιο του Λονδίνου με τον σύζυγο και τον 22χρονο γιο της. Νευρωτική, υποχόνδρια, μικροβιοφοβική , διαρκώς θυμωμένη , αγοραφοβική με πολλές κρίσεις πανικού και ανήσυχους ύπνους που την κάνουν να πετάγεται απότομα με το παραμικρό. Άκρως καταπιεστική απέναντι στον γιο και στον άντρα της που διαρκώς τους κατακρίνει και τους απαξιώνει. Η ίδια ασφυκτιά συναισθηματικά στην πολυτελή φυλακή του διαμερίσματος της που ίσως κάποτε αποτελούσε το όνειρό της. ‘Ενα όνειρο που μάλλον απόδραση από το μεγάλο υπαρξιακό κενό της ήταν, παρά όνειρο εκπλήρωσης πραγματικών επιθυμιών. Ποτέ της δεν αφουγκράστηκε τις πραγματικές της επιθυμίες η Πάνσι, κουβαλώντας και αυτή τις παθογένειες της οικογένειας των παιδικών της χρόνων και μεταφέροντάς τες στην δική της. Ετεροκαθορισμένες επιθυμίες που όσο τις εκπλήρωνε τόσο μεγάλωνε το κενό μέσα της, έτσι που τώρα η ίδια να μιλάει ακατάπαυστα, αλλά να μην λέει τίποτα και να μην την ακούει κανείς. Μόνο σαν απεγνωσμένη κραυγή βοήθειας καταλήγουμε στο τέλος να ακούμε τα λόγια της. Σύζυγος και γιος στέκουν ανήμποροι να παράσχουν την όποια βοήθεια προς αυτή τη γυναίκα. Η συμπεριφορά της τους κουράζει, τους καταρρακώνει, τους ακινητοποιεί. Ο μεν σύζυγος αντιδρά στωικά, λιγομίλητος σαν να έχει αποδεχτεί το μόνιμο της κατάστασης, της έλλειψης επικοινωνίας με τη γυναίκα του και σαν να έχει κανονικοποιήσει τη συμπεριφορά της, θεωρώντας την δεδομένη και ακίνδυνη. Ο δε γιος ξεσπά όλη την πίεση της οικογένειας που δέχεται στο φαγητό . Μόνο εκεί νιώθει ζωντανός. Όλος ο άλλος χρόνος βιώνεται στην απόλυτη απομόνωση, στην παντελή έλλειψη επικοινωνίας.
Ο Μάικ Λι υιοθετεί ένα λιτό ρεαλιστικό ύφος μέσα από το οποίο δεν καταγράφει μόνο τη συμπεριφορά των τριών μελών της οικογένειας, αλλά με την ευαίσθητη και διορατική ματιά του, καταγράφει και τον τρόπο που αντιμετωπίζεται αυτή η οικογένεια από τους άλλους. Από τη μία η οικογένεια της Πάνσι με τα κραυγαλέα και ολοφάνερα προβλήματα, τη νευρωτική μητέρα, τον υπέρβαρο απομονωμένο γιο, τον σιωπηλό πατέρα, και από την άλλη η οικογένεια της αδελφής της με τις δύο νεαρές κόρες της, που έχουν επιλέξει έναν άλλον τρόπο επίλυσης των δικών τους προβλημάτων. Να μην τα πολυσυζητούν και να δείχνουν προς τα έξω την εικόνα της χαρούμενης, αρμονικά δεμένης οικογένειας, όπου στο εσωτερικό της υπάρχει μία αυτονομία και ένας σεβασμός μεταξύ των μελών της, τα προβλήματα όμως που απασχολούν το κάθε μέλος δεν μπαίνουν στο τραπέζι, προσπερνιούνται. Έτσι που η εικόνα προς τα έξω της χαρούμενης και ευτυχισμένης οικογένειας να λειτουργεί ανατροφοδοτικά προς την ίδια, όχι φυσικά λύνοντας τα προβλήματα που υπάρχουν, αλλά επικαλύπτοντάς τα, παρατείνοντας τη στιγμή της αποκάλυψής τους, κάτι όμως που φαινομενικά δεν δείχνει να τις απασχολεί ιδιαίτερα. Και εδώ ο εμπειρότατος στην ανατομία των ανθρωπίνων σχέσεων, Μάικ Λι, με τα σκηνοθετικά ταιριασμένα στιγμιότυπα της καθημερινότητας όλων των ηρώων του, καταφέρνει να μας μιλήσει για το μυστήριο της μοναξιάς που βρίσκεται στην καρδιά των σχέσεων και για τον μεγάλο φόβο των ανθρώπων να αποκαλυφθεί η ευαλωτότητά τους , να αποκαλυφθεί η αδυναμία τους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, καταλήγοντας να φτιάχνουν ένα μικρό περιχαρακωμένο σύστημα, όπου οι υπόλοιποι είναι οι «παρείσακτοι» που τους υποδέχονται με ζεστασιά μεν, γιατί αυτό συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι, αλλά με απουσία ειλικρίνειας.
Ο Μάικ Λι πλησιάζει με ενδιαφέρον και στοργή όλους τους ήρωές του, γιατί δεν το ενδιαφέρει να κατακρίνει συμπεριφορές αλλά να διακρίνει το αίτιο και το αιτιατό σε αυτές. Και ξεσκεπάζει αυτό που δεν φαίνεται. Αυτό που κρύβεται πίσω από το βόλεμα του «όλα πάνε καλά». Κι ας φαίνεται ότι «όλα πάνε καλά». Καταφέρνει να αποσπάσει την προσοχή μας από τις κραυγές της Πάνσι, που δεν κρύβει τα προβλήματά της, από την απομόνωση του υπέρβαρου γιου που και αυτός «φωνάζει» για συντροφικότητα και επικοινωνία, και να μας αποκαλύψει την υποκρισία των άλλων. Μια υποκρισία που όχι μόνο δεν βοηθά την Πάνσι και την οικογένειά της να βγει από το αδιέξοδο της, αλλά την κάνει να βουλιάζει ακόμη περισσότερο σε αυτό. Οι άνθρωποι, μας λέει ο Μάικ Λι, στις μεταξύ τους συναναστροφές, ώρες ώρες, γίνονται πολύ σκληροί, όχι σκόπιμα, αλλά περισσότερο για λόγους ευκολίας. Γιατί τους είναι πιο εύκολο να κρίνουν τις συμπεριφορές των άλλων, να τις αξιολογούν σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς που και οι ίδιοι έχουν αποδεχτεί, ακόμη κι αν "στριμώχνονται" πολύ και οι ίδιοι μέσα σε αυτά, από το να σταθούν σαν ίσος προς ίσον απέναντι στον άλλον και να μιλήσουν με απόλυτη ειλικρίνεια για τους δικούς τους φόβους, τις δικές τους ανασφάλειες, τις δικές τους πιέσεις, και τις δικές τους πραγματικές ανάγκες . Από το να μοιραστούν αληθινά.
Πολύ αγαπημένος σκηνοθέτης ο Μάικ Λι, ο σκηνοθέτης των βλεμμάτων, των ανθρώπινων εκφράσεων, ο σκηνοθέτης που χαρτογραφεί σπιθαμή προς σπιθαμή την ανθρώπινη ψυχή, μας μιλάει για τις πικρές, σκληρές αλήθειες της ζωής μας, και μας τις αποκαλύπτει με μεγάλη ευαισθησία, απλά, λιτά, ανθρώπινα.
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...
Δείτε ακόμη:
- "Το Παρίσι του Σουλεϊμάν" του Μπορίς Λοζκίν | EDITORIAL
- "Η καθώσπρέπει κοινωνία καταστρέφει την ψυχή" - Poor Things | EDITORIAL
- "Black Dog" του Γκουάν Χου | EDITORIAL
- "Armand" του Χάλφνταν Ούλμαν Τέντελ | EDITORIAL
- "Baby" του Μαρσέλο Καετάνο | EDITORIAL
- "Armand" του Χάλφνταν Ούλμαν Τέντελ | EDITORIAL
- "Μαύρος Κότσυφας, Μαύρο Βατόμουρο" της Ελένε Ναβεριάνι | EDITORIAL
- Τα πνεύματα του Ινισέριν του Μάρτιν ΜακΝτόνα | EDITORIAL
- "Με αξιοπρέπεια" του Δημήτρη Κατσιμίρη
- "Τέρμα τα ψέματα" - The Batman | EDITORIAL
- «Io Capitano» του Ματέο Γκαρόνε | EDITORIAL
- Οι ταινίες μου: Requiem for a Dream | EDITORIAL
- Οι ταινίες μου: Bram Stoker’s Dracula | EDITORIAL
- «Η Αρπαγή» της Ιρίς Καλτενμπάκ | EDITORIAL