Μια ταινία για τη σιωπή της απώλειας και την αγάπη που συνεχίζει να υπάρχει, ακόμη κι όταν όλα γύρω σωπαίνουν.
"Γιατί κλαίμε όταν κάποιος πεθαίνει;"
Μια ερώτηση σχεδόν παιδική, κι όμως αβάσταχτα σοφή.
Το Renoir της Chie Hayakawa(Plan 75) ξεκινά με αυτή τη φράση. Από εκεί ξεκινά μια ιστορία που δεν αναζητά απαντήσεις. Μόνο σιωπές, βλέμματα, αναμνήσεις που μετατρέπονται σε παρηγοριά.
Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών, κερδίζοντας αμέσως την προσοχή για την ευαισθησία και τη λιτότητά της.
Το καλοκαίρι του 1987, η 11χρονη Φούκι ζει ένα τέλος που δεν μπορεί να ονομάσει. Ο πατέρας της πεθαίνει αργά, η μητέρα της, εξαντλημένη από τη φροντίδα και την αγωνία, απομακρύνεται βυθισμένη στη σιωπή της. Δεν είναι σκληρή, είναι απλώς μια γυναίκα που δεν έχει πια τη δύναμη να μιλήσει. Η Φούκι την κοιτάζει, προσπαθεί να την καταλάβει, να διαβάσει στα μάτια της κάτι που μοιάζει με τρυφερότητα, αλλά το μόνο που βρίσκει είναι σιωπή. Εκείνη τη βαριά, αμήχανη σιωπή που γεννιέται όταν ο πόνος δεν χωρά σε λέξεις. Όταν ο πατέρας φεύγει, η Φούκι δεν τον αποχαιρετά πραγματικά. Συνεχίζει να του μιλά, να τον φαντάζεται παρόντα, να τον ακούει μέσα στη σιωπή. Η παιδική της σκέψη γίνεται καταφύγιο. Ένα μέρος όπου ο θάνατος δεν είναι τέλος, αλλά μια μεταμόρφωση της αγάπης. Κι εκεί, ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα, δημιουργείται ένα αόρατο κενό, μια απόσταση που γεφυρώνεται μόνο από την ανάγκη να αγαπήσουν αυτόν που λείπει.
Η Hayakawa κοιτάζει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του παιδιού χωρίς να τον μικραίνει. Κάθε σκηνή ανασαίνει αργά, σαν να φοβάται να διακόψει τη σιωπή. Οι ήχοι του καλοκαιριού, οι σκιές στους τοίχους, το βλέμμα της Φούκι που αλλάζει καθώς η μέρα φεύγει. Όλα μιλούν για τη λεπτή στιγμή που η ζωή συνεχίζει ενώ κάτι μέσα της τελειώνει. Δεν υπάρχει δράμα, ούτε κορύφωση. Μόνο εκείνη η αδιόρατη θλίψη που κουβαλάμε όταν συνειδητοποιούμε πως η παιδική ασφάλεια έχει ήδη χαθεί.
Η ταινία κυλά σαν ανάμνηση που ξετυλίγεται αργά. Ο χρόνος ακολουθεί την καρδιά ενός παιδιού που προσπαθεί να καταλάβει τι σημαίνει απουσία. Και μέσα από αυτή τη ρυθμική, σχεδόν μουσική ησυχία, ξεδιπλώνεται κάτι οικείο: το πένθος που δεν ξέρει ακόμα το όνομά του.
Δεν αφηγείται τον θάνατο, αλλά την παρουσία μέσα στην απώλεια. Ο τρόπος που η Φούκι παρατηρεί τον κόσμο γύρω της, το φως που σβήνει σιγά σιγά, το άγγιγμα ενός χεριού, το βλέμμα που μένει μετέωρο, θυμίζει πως η ζωή δεν σταματά, απλώς αλλάζει μορφή. Η απουσία του πατέρα γίνεται το κέντρο ενός ήσυχου σύμπαντος όπου ο χρόνος δεν μετριέται σε μέρες αλλά σε αναμνήσεις. Κάθε βλέμμα της μικρής ηρωίδας είναι μια προσπάθεια να κατανοήσει την έννοια του "για πάντα".
Δεν είναι ταινία για τον θάνατο. Είναι μια ταινία για την αγάπη που επιμένει. Για τη στιγμή που ο άνθρωπος, μικρός ή μεγάλος, αναγκάζεται να κοιτάξει κατάματα το τέλος και να πει: θα συνεχίσω να θυμάμαι.
Υπάρχουν ταινίες που αφηγούνται, κι άλλες που απλώς σε αφήνουν να υπάρξεις μέσα τους. Το Renoir ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Δεν προσφέρει κάθαρση ούτε απαντήσεις. Σου αφήνει όμως μια αίσθηση απαλής αποδοχής, σαν να σου ψιθυρίζει ότι η απώλεια είναι μέρος της ζωής, όχι η άρνησή της.
Είδα το Renoir στο 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κι έμεινα με τη βεβαιότητα πως η μνήμη είναι ο πιο τρυφερός τρόπος να συνεχίζεις να αγαπάς.
Η ταινία της Chie Hayakawa θα κυκλοφορήσει σύντομα στους κινηματογράφους από την One from the Heart.
#TiFF66
---------------------------------------------
Αφροδίτη Παπαδάκη
Μένει στην Πετρούπολη και είναι μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης από το 2011. Ασχολείται με τα οικονομικά και το χορό. Στον ελεύθερο χρόνο της κάνει γιόγκα, διαβάζει βιβλία και βλέπει πολλές ταινίες και ξένες σειρές.
Η Ετυμηγορία (Re-creation) των Jim Sheridan και David Merriman είναι από εκείνες τις ταινίες που δεν χρειάζονται σκηνικά ή εφέ για να σε καθηλώσουν. Όλα εκτυλίσσονται μέσα σε έναν περιορισμένο χώρο, με δώδεκα ανθρώπους γύρω από ένα τραπέζι. Αυτή ακριβώς η απλότητα αποκαλύπτει το πραγματικό δράμα. Δεν αναπαριστά τη δολοφονία ούτε το έγκλημα. Ενδιαφέρεται για κάτι βαθύτερο: τη διαδικασία με την οποία οι άνθρωποι αποφασίζουν ποιος είναι ένοχος και ποιος αθώος.
Το 2019, ο Βρετανός δημοσιογράφος Ίαν Μπέιλι κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία της Γαλλίδας τηλεοπτικής παραγωγού Σοφί Τοσκάν ντι Πλαντιέρ στο εξοχικό της στο Κορκ της Ιρλανδίας, βάζοντας στο αρχείο μία από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις της Βόρειας Ευρώπης. Η καταδίκη έγινε ερήμην του, στη Γαλλία, καθώς η Ιρλανδία αρνήθηκε να επιτρέψει την έκδοσή του, περισσότερα από 20 χρόνια μετά τη βίαιη επίθεση με 50 μαχαιριές, χωρίς τεστ DNA και επαρκή τεκμήρια. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Μπέιλι πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή. Ο Jim Sheridan, έξι φορές υποψήφιος για Όσκαρ, επιστρέφει σε γνώριμο έδαφος: την αναζήτηση της αλήθειας μετά τη δίκη, εκεί όπου η βεβαιότητα διαλύεται και η αμφιβολία γίνεται κινητήριος δύναμη.
Κι όταν έρθει το τέλος, δεν υπάρχει ανακούφιση, παρά μόνο η αίσθηση ότι η δικαιοσύνη είναι πάντα ένα αβέβαιο, ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Οι δημιουργοί μάς οδηγούν μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεων των ενόρκων, εκεί όπου δώδεκα άνθρωποι καλούνται να αποφασίσουν για την ενοχή ενός άνδρα, αλλά τελικά βρίσκονται αντιμέτωποι με τις δικές τους συνειδήσεις. Οι ένορκοι, μοιάζουν με καθρέφτες της κοινωνίας, άνθρωποι που προσπαθούν να κατανοήσουν το σωστό μέσα από την αβεβαιότητα, κουβαλώντας φόβους, προκαταλήψεις, εμπειρίες. Καθώς μιλούν, αμφιβάλλουν, συγκρούονται. Βλέπεις την ανθρώπινη ψυχολογία να ξεδιπλώνεται με τρόπο σχεδόν ανατριχιαστικά οικείο.
Η ταινία σε κρατάει σε μια αδιόρατη αγωνία. Όχι γιατί περιμένεις μια μεγάλη αποκάλυψη, αλλά γιατί κάθε μικρή μετατόπιση στη στάση κάποιου, κάθε ματιά ή παύση, μπορεί να αλλάξει την έκβαση. Είναι η ένταση του καθημερινού ανθρώπου που πρέπει να σταθεί απέναντι σε ένα αληθινό δίλημμα. Όσο πλησιάζει η στιγμή της απόφασης, η ατμόσφαιρα βαραίνει. Οι φωνές χαμηλώνουν. Η σιωπή γίνεται πιο εύγλωττη από οποιαδήποτε λέξη.
Οι Sheridan και Merriman κινηματογραφούν αυτή τη διαδικασία με σεβασμό και καθαρότητα. Δεν επιβάλλουν δραματουργία αλλά αφήνουν τη σκέψη ελεύθερη. Η κάμερα κινείται διακριτικά, εστιάζοντας στα πρόσωπα, στα χέρια που σφίγγονται, στα βλέμματα που αποφεύγουν το ένα το άλλο. Η Vicky Krieps δίνει μια εσωτερική, σχεδόν στοχαστική ερμηνεία. Μέσα από τις σιωπές και τις αμφιβολίες της κουβαλά όλο το βάρος της ηθικής σύγκρουσης. Γύρω της, οι υπόλοιποι ηθοποιοί λειτουργούν σαν καθρέφτες διαφορετικών ηθικών στάσεων, δείχνοντας πώς το σωστό και το λάθος σπάνια χωρίζονται καθαρά.
Κι εκεί βρίσκεται και το πιο βαθύ σχόλιο της ταινίας: η δικαιοσύνη, όταν αφαιρεθούν οι θεσμοί και τα σύμβολά της, μένει στα χέρια ανθρώπων. Κουρασμένων, φοβισμένων, ευάλωτων αλλά ειλικρινών στην προσπάθειά τους να πράξουν το σωστό. Η “ετυμηγορία” δεν αφορά μόνο τον ύποπτο, αλλά και τους ίδιους. Κάθε τους φράση, κάθε δισταγμός, είναι ένα βήμα προς την αυτογνωσία. Κι όταν έρθει το τέλος, δεν υπάρχει ανακούφιση, παρά μόνο η αίσθηση ότι η δικαιοσύνη είναι πάντα ένα αβέβαιο, ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Είδα την Ετυμηγορία στις Ειδικές Προβολές του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και περιμένω με ανυπομονησία την έξοδό της στις αίθουσες, για να τη ζήσουν κι άλλοι θεατές όπως πρέπει: σε σκοτάδι, σιωπή και απόλυτη προσήλωση.
#TiFF66
---------------------------------------------
Αφροδίτη Παπαδάκη
Μένει στην Πετρούπολη και είναι μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης από το 2011. Ασχολείται με τα οικονομικά και το χορό. Στον ελεύθερο χρόνο της κάνει γιόγκα, διαβάζει βιβλία και βλέπει πολλές ταινίες και ξένες σειρές.
Η Κινηματογραφική Λέσχη Πετρούπολης σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος παρουσιάζει δύο ταινίες που καθόρισαν το Γαλλικό Νέο Κύμα: Η μία στρέφεται στη μνήμη και τον έρωτα, η άλλη στη νεότητα και την ανατροπή.
Την Παρασκευή 5/12 ανοίγουμε το αφιέρωμα με την ταινία Με Κομμένη την Ανάσα /À bout de souffle του Jean-Luc Godard (1960),
μια ταινία που άλλαξε ριζικά τον τρόπο που γυριζόταν και μονταριζόταν το σινεμά. Ένα φιλμ γεμάτο
αυτοσχεδιασμό, ελευθερία και την αίσθηση ότι ο κινηματογράφος ξεκινά από την αρχή.
Στη δεύτερη προβολή, το Σάββατο 6/12, το Χιροσίμα, Αγάπη μου / Hiroshima mon amourτου Alain Resnais (1959)
αφηγείται μια σύντομη συνάντηση όπου η προσωπική μνήμη και το συλλογικό τραύμα
γίνονται δύο πλευρές της ίδιας ιστορίας. Ένα ποιητικό έργο για την αγάπη,
τη λήθη και την ανάγκη να κατανοήσουμε την Ιστορία.
Δύο ταινίες, δύο όψεις του ίδιου κινήματος.
Η φόρμα που σπάει κανόνες και η ποίηση που αγγίζει την ψυχή.
Δύο βραδιές αφιερωμένες στη Nouvelle Vague και σε όσους αγαπούν το σινεμά που τολμά να αλλάζει μορφή. Σας περιμένουμε σε ένα αφιέρωμα στην τέχνη της εικόνας και την επανάσταση που σημάδεψε τον γαλλικό κινηματογράφο.
Έχοντας γίνει μάρτυρας των ανείπωτων θηριωδιών μιας συνεχιζόμενης γενοκτονίας, ένας Βρετανο-Παλαιστίνιος επανορθωτικός χειρουργός επιστρέφει από τη Γάζα ζητώντας δικαιοσύνη.
Ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους των Carol Mansour και Muna Khalidi. Μετά από 43 ημέρες φρίκης, δουλεύοντας ασταμάτητα και υπό συνεχείς βομβαρδισμούς στα επείγοντα των νοσοκομείων Al-Shifa και Al-Ahli, ο Βρετανο-Παλαιστίνιος επανορθωτικός χειρουργός, Ghassan Abu Sittah, επιστρέφει από τη Γάζα και μαθαίνει πως έχει γίνει το πρόσωπο της παλαιστινιακής αντίστασης. Κι ενώ πλέον αντιμετωπίζεται ως ήρωας όπου κι αν πηγαίνει, εκείνος δεν σταματά να ζητά δικαιοσύνη για τη συνεχιζόμενη γενοκτονία και τις ανείπωτες θηριωδίες που είδε με τα μάτια του.
Η Κινηματογραφική Λέσχη του Δήμου Πετρούπολης είναι μία ομάδα εθελοντών, που δραστηριοποιείται από το 1989, με σκοπό την διοργάνωση κινηματογραφικών προβολών και τη διαμόρφωση του προγράμματος των ταινιών που προβάλλονται κάθε χρόνο στο Θερινό και τον Χειμερινό Κινηματογράφο του Δήμου Πετρούπολης. Προγραμματίζονται προβολές με γνώμονα την πιο αντιπροσωπευτική και πληρέστερη παρουσίαση ταινιών από το σύγχρονο Ελληνικό και Ευρωπαϊκό και Αμερικανικό Κινηματογράφο, τα νέα ρεύματα της παγκόσμιας κινηματογραφικής τέχνης και τις βραβευμένες ταινίες από τα διεθνή φεστιβάλ.