Καφέ / Cafe, του Ναβίντ Μιχαντούστ
Ο Ιρανός σκηνοθέτης Ναβίντ Μιχαντούστ, που έγραψε και το σενάριο της ταινίας «Καφέ» βρίσκεται στη φυλακή. Κατά τη διάρκεια της αναστολής της ποινής του, πριν τελικά κλειστεί στη φυλακή, γύρισε κρυφά την ταινία του, η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά στο φετινό 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που πριν δυο μέρες κατέβασε αυλαία.
Ο Μιχαντούστ ανήκει στη γενιά των Ιρανών κινηματογραφιστών που μετά την πτώση του Σάχη και την επικράτηση της θεοκρατικής εξουσίας στο Ιράν, παρήγαγαν ένα αξιοθαύμαστο κινηματογραφικό έργο. Ένα έργο που η υψηλή αισθητική του απορρέει από την απλότητα και τη λιτότητα της εικόνας τους (μην ξεχνάμε ότι ο ιρανικός κινηματογράφος είναι φτωχός κινηματογράφος) τον αργό αφηγηματικό τους ρυθμό που αντιτίθεται στους γρήγορους ρυθμούς του δυτικού κινηματογράφου, και την αποστασιοποίηση των ηρώων που έχει να κάνει κυρίως με το ότι οι δραματικές ιστορίες που περιγράφονται στις ταινίες δεν είναι «φτιαχτές». Είναι κυρίως βιωματικές. Είναι ιστορίες μέσα από την ίδια τους τη ζωή μέσα από την καταπίεση, την ανελευθερία, τη λογοκρισία, τον φόβο της ελεύθερης έκφρασης, το θεοκρατικό σκοτάδι. Οι ήρωες τα βιώνουν όλα αυτά στην πραγματική τους ζωή οπότε δεν υποδύονται ρόλους. Δεν χρειάζεται να μπουν σε αυτούς. Απλά τοποθετούν την κατάσταση απέναντί τους και τη διερευνούν με έντονο σκεπτικισμό.
Η ταινία του Μιχαντούστ είναι και αυτή μια έμμεση αυτοβιογραφία του σκηνοθέτη. Κινείται ανάμεσα στα όρια του ντοκιμαντέρ και της μυθοπλασίας δανειζόμενη στοιχεία από το Κάμερσπιλ, το θέατρο δωματίου, όπου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ενδόμυχη ψυχολογική ανάλυση των ηρώων που κινούνται σε σκηνικά κατασκευασμένα σε στούντιο με ρεαλιστικό τρόπο και με μία ιδιαίτερη επιμονή στον συμβολισμό και την αλληγορία.
Ο ήρωας της ταινίας ο Ιρανός σκηνοθέτης Σοχράμπ λάτρης του Κισλόφκι έχει «υποβιβαστεί» από το ιρανικό καθεστώς στο να ασκεί το επάγγελμα του καφετζή, αφού του έχει αφαιρεθεί η άδεια να φτιάχνει ταινίες. Το ελεύθερο όμως και δημιουργικό πνεύμα του Σοχράμπ, το καθεστώς δεν μπορεί να το περιορίσει. Ο Σοχράμπ σκηνοθετεί την ίδια του τη ζωή, παίζοντας τον ρόλο εκείνου που θα βοηθήσει τις δύο γυναίκες που σημαίνουν πολλά για αυτόν, να αποδεσμευτούν από τον ίδιο και να συνεχίσουν τη ζωή τους μέσα από τις δικές τους πραγματικές επιθυμίες. Πρόκειται για την αγαπημένη του σύζυγο και για τη νεαρή ηθοποιό που μπαίνει ξαφνικά στη ζωή του και δημιουργεί μία ιδιαίτερη σχέση μαζί της. Μια νέα ηθοποιό με καινοτόμες ιδέες, που μόνο στον χώρο του «Καφέ» έχει την ελευθερία να παρουσιάσει την πρωτοποριακή περφόρμανς της.
Ο Μιχαντούστ δημιουργεί μία ταινία μέσα στην ίδια την ταινία με τον κεντρικό του ήρωα τον Σοχράμπ να μας πείθει, ότι την τέχνη και τους σκοπούς που αυτή υπηρετεί, όσο και να θες να την φυλακίσεις δεν φυλακίζεται. Αφού το καθεστώς δεν επιτρέπει στον ήρωά του, στον Σοχράμπ, να γυρίσει ταινίες (όπως άλλωστε δεν επιτρέπεται και στον Μιχαντούστ) το κάνει ο ίδιος ο Σοχράμπ χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Και το υλικό που διαθέτει είναι η ίδια του η ζωή. Το σκηνικό του είναι το μικρό του «Καφέ». Αρνούμενος να συνεργαστεί με τις αρχές που δεν τους αρκεί το ότι του έχουν απαγορεύσει να γυρίζει ταινίες, αλλά ζητούν από αυτόν να γίνει και καταδότης, ο Σοχράμπ γνωρίζει ότι οι μέρες του έξω από τη φυλακή είναι μετρημένες. Λάτρης του Κισλόφσκι διαθέτει και ο ίδιος, όπως ο αγαπημένος του σκηνοθέτης, μια βαθιά φιλοσοφική σκέψη που του επιτρέπει να υπερβαίνει τα εγκόσμια, να τα αντιμετωπίζει με χιούμορ στηλιτεύοντας μέσα από αυτό την υποκρισία και τον παραλογισμό του συστήματος και να καταφέρνει να σώσει την προσωπική του ελευθερία αλλά και την ελευθερία των ανθρώπων που κατέχουν σημαντική θέση στη ζωή του.
Την ταινία την παρακολουθήσαμε σε παγκόσμια πρώτη προβολή στο φεστιβάλ, όπου ζήσαμε συγκλονιστικές στιγμές ακούγοντας τον σκηνοθέτη Ναβίντ Μιχαντούστ να συνομιλεί τηλεφωνικά με το κοινό μέσα από τη φυλακή, ρωτώντας αν υπάρχει αρκετός κόσμος στην αίθουσα και ζητώντας από το κοινό να χειροκροτήσει για να φτάσει το χειροκρότημα πίσω από τα κάγκελα και να φέρει τη ζεστασιά στην ψύχρα του εγκλεισμού και της απομόνωσης. Να σπάσει τα εξωτερικά δεσμά που έχει επιβάλλει το καθεστώς σε έναν άνθρωπο που τα παραπτώματά του είναι ότι σκέφτεται ελεύθερα, ότι παραμένει άνθρωπος.
Ήταν από τις πολύ σπάνιες φορές που το χειροκρότημα αποκτά ισχυρή ανατροφοδοτική αξία και ενδυναμώνει τον αγώνα του ανθρώπου για έναν καλύτερο κόσμο.
Εγώ, Καπετάνιος / Io Capitano, του Ματέο Γκαρόνε
Στο φιλμικό σύμπαν του Γκαρόνε συνυπάρχουν η βία, η σκληρότητα και η ελπίδα. Με τα μάτια του δεκαεξάχρονου Σεϊντού ταξιδεύουμε από τη Σενεγάλη στη Μάλτα σε ένα ταξίδι φρίκης, σε ένα ταξίδι όπου οι ανθρώπινες ζωές δεν έχουν καμία απολύτως αξία.
Η κάμερα του Γκαρόνε ακολουθεί βήμα βήμα τον Σεϊντού και τον ξάδελφό του τον Μούσα που αποφασίζουν να φύγουν από τη χώρα τους μη γνωρίζοντας τι τους περιμένει στην πορεία τους προς την Ευρώπη των ονείρων τους. Η δύναμη και η ορμή της νιότης τους, τους ωθούν στο να παραβλέψουν αυτά που ζουν στο μικρό αφρικάνικο χωριό τους και που θα χαθούν για πάντα στο ταξίδι της κόλασης. Γιατί στη μέχρι τώρα ζωή τους στο μικρό τους χωριό, παρά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους ένα ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο με την οικογένεια, τα ήθη και τις παραδόσεις. Οι δύο νεαροί δεν έχουν ιδέα για το πόσο διαφορετικός είναι ο έξω κόσμος από τον δικό τους προστατευμένο μικρόκοσμο.
Σε αυτό το ταξίδι των δύο νεαρών συμμετέχουμε μαζί τους σε όλα τα εμπόδια και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν σε μία περιπέτεια που σφηνώνεται και αυτή μέσα στο πλήθος των συμφορών όλων των ανθρώπων που από τα διάφορα μέρη της Αφρικής αποφασίζουν το ταξίδι τους προς την Ευρώπη. Και μέσα από τα μάτια του Σεϊντού δεν «διαβάζουμε» μόνο τη δικές του αγωνίες , τους δικούς του φόβους όταν πλέον σιγά σιγά ανακαλύπτει το τι εστί «ταξίδι προς το όνειρο», αλλά «διαβάζουμε» τα πάθη και τα βάσανα και των υπολοίπων της πορείας αυτής. Μιας πορείας που οι φρικαλεότητες που διαπράττονται εις βάρος αυτών των ανθρώπων όσο γνωστές και αν μας είναι από όλα αυτά που διαβάζουμε και ακούμε και βλέπουμε, μας προκαλούν πρωτόγνωρα συναισθήματα αποστροφής προς το ανθρώπινο είδος και κυρίως προς τις πολιτικές των «πολιτισμένων» κρατών που κρατούν τα μάτια κλειστά συμπαρασύροντας λαούς και έθνη στη στήριξη αυτών των πολιτικών.
Πώς ο φόβος, η απογοήτευση, η αποδόμηση του ονείρου, η αποκάλυψη της γνώσης ότι οι άνθρωποι που αναζητούν κάτι καλύτερο στη ζωή τους θεωρούνται «σκουπίδια», είναι εντελώς μόνοι τους και εγκαταλελειμμένοι από οποιαδήποτε πολιτική προστασία, μετατρέπονται σε πείσμα και ενδυνάμωση; Και πώς περνάμε από την ατομική περίπτωση του Σεϊντού μέσα σε χίλια δράματα στη συλλογική μοναξιά των θλίψεων και των συμφορών των λαών ενός κατώτερου Θεού; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα μας τη δίνει ο ίδιος ο Σεϊντού και ο πυρήνας της βρίσκεται στο ότι ο αγώνας για διεκδίκηση καλύτερης ζωής, γίνεται αποτελεσματικός όταν αποδεσμεύεται από την κλειστή προσωπική θέαση του ατομικού δράματος και όταν η θέαση περιλαμβάνει το συλλογικό δράμα.
Ο Σεϊντού στην πορεία του προς τον δυτικό κόσμο, που αποτελεί ταυτόχρονα και πορεία ωρίμανσης και ενηλικίωσής του, έχει πάψει να ονειρεύεται μια ζωή με κέντρο την ατομική του ευτυχία. Σκέφτεται μια ζωή όπου η δική του ευτυχία είναι άμεσα συνυφασμένη με το ποιόν των πράξεών του και που στο επίκεντρό της βρίσκεται η διάσωση των άλλων ανθρώπων. Ο Σεϊντού αναλαμβάνει να κάνει αυτό που δεν κάνουν οι ηγέτες των «εξελιγμένων» και «προηγμένων» κοινωνιών. Να σώσει ανθρώπους. Να γίνει αυτός καπετάνιος και να σώσει ό,τι σώζεται από μία κοινωνία που έχει από καιρό ναυαγήσει…
Το νέο φιλμ του Ματέο Γκαρόνε έχει ήδη αποσπάσει βραβεία από το πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας (Αργυρός Λέοντας Σκηνοθεσίας και Βραβείο Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Ηθοποιού), και αποτελεί την επίσημη υποψηφιότητα της Ιταλίας για το επόμενο Όσκαρ Διεθνούς Παραγωγής.
Η ταινία έχει πάρει διανομή από την Weird Wave οπότε σύντομα θα τη δούμε και στις αίθουσες.
--------------------------------
Μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι εκπαιδευτικός. Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...