Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

Renoir: Γιατί κλαίμε όταν κάποιος πεθαίνει; | EDITORIAL


Μια ταινία για τη σιωπή της απώλειας και την αγάπη που συνεχίζει να υπάρχει, ακόμη κι όταν όλα γύρω σωπαίνουν.
"Γιατί κλαίμε όταν κάποιος πεθαίνει;"
Μια ερώτηση σχεδόν παιδική, κι όμως αβάσταχτα σοφή.
Το Renoir της Chie Hayakawa (Plan 75) ξεκινά με αυτή τη φράση. Από εκεί ξεκινά μια ιστορία που δεν αναζητά απαντήσεις. Μόνο σιωπές, βλέμματα, αναμνήσεις που μετατρέπονται σε παρηγοριά.
Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών, κερδίζοντας αμέσως την προσοχή για την ευαισθησία και τη λιτότητά της.
Το καλοκαίρι του 1987, η 11χρονη Φούκι ζει ένα τέλος που δεν μπορεί να ονομάσει. Ο πατέρας της πεθαίνει αργά, η μητέρα της, εξαντλημένη από τη φροντίδα και την αγωνία, απομακρύνεται βυθισμένη στη σιωπή της. Δεν είναι σκληρή, είναι απλώς μια γυναίκα που δεν έχει πια τη δύναμη να μιλήσει. Η Φούκι την κοιτάζει, προσπαθεί να την καταλάβει, να διαβάσει στα μάτια της κάτι που μοιάζει με τρυφερότητα, αλλά το μόνο που βρίσκει είναι σιωπή. Εκείνη τη βαριά, αμήχανη σιωπή που γεννιέται όταν ο πόνος δεν χωρά σε λέξεις. Όταν ο πατέρας φεύγει, η Φούκι δεν τον αποχαιρετά πραγματικά. Συνεχίζει να του μιλά, να τον φαντάζεται παρόντα, να τον ακούει μέσα στη σιωπή. Η παιδική της σκέψη γίνεται καταφύγιο. Ένα μέρος όπου ο θάνατος δεν είναι τέλος, αλλά μια μεταμόρφωση της αγάπης. Κι εκεί, ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα, δημιουργείται ένα αόρατο κενό, μια απόσταση που γεφυρώνεται μόνο από την ανάγκη να αγαπήσουν αυτόν που λείπει.
Η Hayakawa κοιτάζει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του παιδιού χωρίς να τον μικραίνει. Κάθε σκηνή ανασαίνει αργά, σαν να φοβάται να διακόψει τη σιωπή. Οι ήχοι του καλοκαιριού, οι σκιές στους τοίχους, το βλέμμα της Φούκι που αλλάζει καθώς η μέρα φεύγει. Όλα μιλούν για τη λεπτή στιγμή που η ζωή συνεχίζει ενώ κάτι μέσα της τελειώνει. Δεν υπάρχει δράμα, ούτε κορύφωση. Μόνο εκείνη η αδιόρατη θλίψη που κουβαλάμε όταν συνειδητοποιούμε πως η παιδική ασφάλεια έχει ήδη χαθεί.
Η ταινία κυλά σαν ανάμνηση που ξετυλίγεται αργά. Ο χρόνος ακολουθεί την καρδιά ενός παιδιού που προσπαθεί να καταλάβει τι σημαίνει απουσία. Και μέσα από αυτή τη ρυθμική, σχεδόν μουσική ησυχία, ξεδιπλώνεται κάτι οικείο: το πένθος που δεν ξέρει ακόμα το όνομά του.
Δεν αφηγείται τον θάνατο, αλλά την παρουσία μέσα στην απώλεια. Ο τρόπος που η Φούκι παρατηρεί τον κόσμο γύρω της, το φως που σβήνει σιγά σιγά, το άγγιγμα ενός χεριού, το βλέμμα που μένει μετέωρο, θυμίζει πως η ζωή δεν σταματά, απλώς αλλάζει μορφή. Η απουσία του πατέρα γίνεται το κέντρο ενός ήσυχου σύμπαντος όπου ο χρόνος δεν μετριέται σε μέρες αλλά σε αναμνήσεις. Κάθε βλέμμα της μικρής ηρωίδας είναι μια προσπάθεια να κατανοήσει την έννοια του "για πάντα".

Δεν είναι ταινία για τον θάνατο. Είναι μια ταινία για την αγάπη που επιμένει. Για τη στιγμή που ο άνθρωπος, μικρός ή μεγάλος, αναγκάζεται να κοιτάξει κατάματα το τέλος και να πει: θα συνεχίσω να θυμάμαι.
Υπάρχουν ταινίες που αφηγούνται, κι άλλες που απλώς σε αφήνουν να υπάρξεις μέσα τους. Το Renoir ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Δεν προσφέρει κάθαρση ούτε απαντήσεις. Σου αφήνει όμως μια αίσθηση απαλής αποδοχής, σαν να σου ψιθυρίζει ότι η απώλεια είναι μέρος της ζωής, όχι η άρνησή της.
Είδα το Renoir στο 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κι έμεινα με τη βεβαιότητα πως η μνήμη είναι ο πιο τρυφερός τρόπος να συνεχίζεις να αγαπάς.

Η ταινία της Chie Hayakawa θα κυκλοφορήσει σύντομα στους κινηματογράφους από την One from the Heart.


#TiFF66

---------------------------------------------
Αφροδίτη Παπαδάκη
Μένει στην Πετρούπολη και είναι μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης από το 2011. Ασχολείται με τα οικονομικά και το χορό. Στον ελεύθερο χρόνο της κάνει γιόγκα, διαβάζει βιβλία και βλέπει πολλές ταινίες και ξένες σειρές.
Instagram: @alpha.pi


Δείτε ακόμη:



Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

Re-creation: μια ταινία για τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην κρίση και τη συνείδηση | EDITORIAL

Η Ετυμηγορία (Re-creation) των Jim Sheridan και David Merriman είναι από εκείνες τις ταινίες που δεν χρειάζονται σκηνικά ή εφέ για να σε καθηλώσουν. Όλα εκτυλίσσονται μέσα σε έναν περιορισμένο χώρο, με δώδεκα ανθρώπους γύρω από ένα τραπέζι. Αυτή ακριβώς η απλότητα αποκαλύπτει το πραγματικό δράμα. Δεν αναπαριστά τη δολοφονία ούτε το έγκλημα. Ενδιαφέρεται για κάτι βαθύτερο: τη διαδικασία με την οποία οι άνθρωποι αποφασίζουν ποιος είναι ένοχος και ποιος αθώος.
Το 2019, ο Βρετανός δημοσιογράφος Ίαν Μπέιλι κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία της Γαλλίδας τηλεοπτικής παραγωγού Σοφί Τοσκάν ντι Πλαντιέρ στο εξοχικό της στο Κορκ της Ιρλανδίας, βάζοντας στο αρχείο μία από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις της Βόρειας Ευρώπης. Η καταδίκη έγινε ερήμην του, στη Γαλλία, καθώς η Ιρλανδία αρνήθηκε να επιτρέψει την έκδοσή του, περισσότερα από 20 χρόνια μετά τη βίαιη επίθεση με 50 μαχαιριές, χωρίς τεστ DNA και επαρκή τεκμήρια. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Μπέιλι πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή. Ο Jim Sheridan, έξι φορές υποψήφιος για Όσκαρ, επιστρέφει σε γνώριμο έδαφος: την αναζήτηση της αλήθειας μετά τη δίκη, εκεί όπου η βεβαιότητα διαλύεται και η αμφιβολία γίνεται κινητήριος δύναμη.

Κι όταν έρθει το τέλος, δεν υπάρχει ανακούφιση, παρά μόνο η αίσθηση ότι η δικαιοσύνη είναι πάντα ένα αβέβαιο, ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Οι δημιουργοί μάς οδηγούν μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεων των ενόρκων, εκεί όπου δώδεκα άνθρωποι καλούνται να αποφασίσουν για την ενοχή ενός άνδρα, αλλά τελικά βρίσκονται αντιμέτωποι με τις δικές τους συνειδήσεις. Οι ένορκοι, μοιάζουν με καθρέφτες της κοινωνίας, άνθρωποι που προσπαθούν να κατανοήσουν το σωστό μέσα από την αβεβαιότητα, κουβαλώντας φόβους, προκαταλήψεις, εμπειρίες. Καθώς μιλούν, αμφιβάλλουν, συγκρούονται. Βλέπεις την ανθρώπινη ψυχολογία να ξεδιπλώνεται με τρόπο σχεδόν ανατριχιαστικά οικείο.
Η ταινία σε κρατάει σε μια αδιόρατη αγωνία. Όχι γιατί περιμένεις μια μεγάλη αποκάλυψη, αλλά γιατί κάθε μικρή μετατόπιση στη στάση κάποιου, κάθε ματιά ή παύση, μπορεί να αλλάξει την έκβαση. Είναι η ένταση του καθημερινού ανθρώπου που πρέπει να σταθεί απέναντι σε ένα αληθινό δίλημμα. Όσο πλησιάζει η στιγμή της απόφασης, η ατμόσφαιρα βαραίνει. Οι φωνές χαμηλώνουν. Η σιωπή γίνεται πιο εύγλωττη από οποιαδήποτε λέξη.
Οι Sheridan και Merriman κινηματογραφούν αυτή τη διαδικασία με σεβασμό και καθαρότητα. Δεν επιβάλλουν δραματουργία αλλά αφήνουν τη σκέψη ελεύθερη. Η κάμερα κινείται διακριτικά, εστιάζοντας στα πρόσωπα, στα χέρια που σφίγγονται, στα βλέμματα που αποφεύγουν το ένα το άλλο. Η Vicky Krieps δίνει μια εσωτερική, σχεδόν στοχαστική ερμηνεία. Μέσα από τις σιωπές και τις αμφιβολίες της κουβαλά όλο το βάρος της ηθικής σύγκρουσης. Γύρω της, οι υπόλοιποι ηθοποιοί λειτουργούν σαν καθρέφτες διαφορετικών ηθικών στάσεων, δείχνοντας πώς το σωστό και το λάθος σπάνια χωρίζονται καθαρά.
Κι εκεί βρίσκεται και το πιο βαθύ σχόλιο της ταινίας: η δικαιοσύνη, όταν αφαιρεθούν οι θεσμοί και τα σύμβολά της, μένει στα χέρια ανθρώπων. Κουρασμένων, φοβισμένων, ευάλωτων αλλά ειλικρινών στην προσπάθειά τους να πράξουν το σωστό. Η “ετυμηγορία” δεν αφορά μόνο τον ύποπτο, αλλά και τους ίδιους. Κάθε τους φράση, κάθε δισταγμός, είναι ένα βήμα προς την αυτογνωσία. Κι όταν έρθει το τέλος, δεν υπάρχει ανακούφιση, παρά μόνο η αίσθηση ότι η δικαιοσύνη είναι πάντα ένα αβέβαιο, ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Είδα την Ετυμηγορία στις Ειδικές Προβολές του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και περιμένω με ανυπομονησία την έξοδό της στις αίθουσες, για να τη ζήσουν κι άλλοι θεατές όπως πρέπει: σε σκοτάδι, σιωπή και απόλυτη προσήλωση.

#TiFF66
---------------------------------------------
Αφροδίτη Παπαδάκη
Μένει στην Πετρούπολη και είναι μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης από το 2011. Ασχολείται με τα οικονομικά και το χορό. Στον ελεύθερο χρόνο της κάνει γιόγκα, διαβάζει βιβλία και βλέπει πολλές ταινίες και ξένες σειρές.
Instagram: @alpha.pi


Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

"Εδώ μιλάνε για λατρεία" | EDITORIAL

Υπάρχουν ντοκιμαντέρ που πληροφορούν. Και υπάρχουν κι εκείνα που σου προκαλούν μια αίσθηση οικειότητας - σαν να σε ξέρουν. Το "Εδώ μιλάνε για λατρεία" του Βύρωνα Κριτζά ανήκει στη δεύτερη κατηγορία: ένα έργο γεμάτο μνήμη, συναισθηματική ακρίβεια και αγάπη για μια μπάντα που δεν ζήτησε ποτέ να γίνει μύθος - έγινε.
Η ταινία δεν αποδομεί, ούτε εξιδανικεύει. Παρακολουθεί την πορεία των Κόρε. Ύδρο. με μια ήρεμη, σιωπηλή αγάπη, από τα πρώτα βήματα στη σκοτεινή, εσωτερική Κέρκυρα - που πίσω από τη γοητευτική ομορφιά της υπάρχει και το άλλο πρόσωπο της συντηρητικής κλειστής κοινωνίας - στην απρόσμενη απογείωση, μέχρι την αναπόφευκτη αποσύνθεση. Και από εκεί, στη σιωπή και στους απόηχους που ακόμα αντηχούν. Παρουσιάζει τη διαδρομή σαν κύκλο: τη γέννηση, τη φλόγα, τη στάχτη και μετά... κάτι καινούργιο. Τη ζωή μετά τη διάλυση, την καθημερινότητα των μελών, και - ίσως πιο συγκινητικό απ’ όλα - το πώς η μουσική τους συνεχίζει να ανακαλύπτεται από ανθρώπους που δεν υπήρχαν όταν αυτοί δημιουργούσαν.
Καμία Χριστίνα δεν τους κράτησε στη γη. Μόνο η ανάμνηση έμεινε. Και τα τραγούδια.
Η αφήγηση δεν βασίζεται σε ημερομηνίες - κι όμως, ακολουθεί μια λεπτή, σχεδόν αόρατη χρονολογική γραμμή. Είναι σαν τα ίδια τα τραγούδια να λένε την ιστορία: από τις πρώτες "Νύχτες χωρίς εσένα", σταδιακά στα "Βράδια της κρίσης", καθώς η πορεία του συγκροτήματος πλησίαζε το τέλος της.
Το ντοκιμαντέρ δεν εξηγεί τα πάντα - και αυτή είναι η δύναμή του. Αφήνει χώρο στον θεατή να βάλει το δικό του φορτίο. Για εκείνον που άκουσε το "Όχι πια έρωτες" και ένιωσε να παγώνει. Για εκείνον που άκουσε τα "Χάδια" και κατάλαβε τι σημαίνει να ζητάς λίγα - και να τα χρειάζεσαι απελπισμένα. Για εκείνον που έζησε το "Τώρα που δεν έχω κανέναν" και το ένιωσε μέχρι το κόκαλο. Και για όσους κάποτε πίστεψαν πως κάποια παρουσία θα τους γείωνε, θα τους λύτρωνε, αλλά δεν έγινε έτσι - Καμία Χριστίνα δεν τους κράτησε στη γη. Μόνο η ανάμνηση έμεινε. Και τα τραγούδια.
Ίσως αυτή να είναι τελικά η μαγεία της μουσικής των Κόρε. Ύδρο.: μια σταθερά που, όσο την κοιτάς, τόσο σε ξαφνιάζει.
Και ναι, όσο κι αν δεν το περιμένεις, το ντοκιμαντέρ είναι και ευχάριστο. Σε κάνει να χαμογελάς, ακόμη και να γελάς. Όχι με ειρωνεία, αλλά με αληθινή ανακούφιση- σα να ζεις "Άλλη μια Νύχτα Σύγχυσης και Γέλιου". Με τη χαρά του να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους να μιλούν για τον εαυτό τους με χιούμορ, με ενσυναίσθηση, με την τρυφερότητα που έρχεται όταν κάποιος έχει σταματήσει να προσποιείται.

Το είδα ήδη τρεις φορές. Όχι γιατί περίμενα να αλλάξει κάτι, αλλά γιατί κάθε φορά έβλεπα λεπτομέρειες που πριν μου είχαν ξεφύγει. Ίσως αυτή να είναι τελικά η μαγεία της μουσικής των Κόρε. Ύδρο.: μια σταθερά που, όσο την κοιτάς, τόσο σε ξαφνιάζει.
Το προτείνω σε όσους υπήρξαν κάποτε "Εραστές του Tίποτα" - και σε όσους νιώθουν πως όταν είναι μαζί με κάποιον, όλα αποκτούν νόημα, έστω και για λίγο.

-------------------------------------------------------------------------------------

Αφροδίτη Παπαδάκη
Μένει στην Πετρούπολη και είναι μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης από το 2011. Ασχολείται με τα οικονομικά και το χορό. Στον ελεύθερο χρόνο της κάνει γιόγκα, διαβάζει βιβλία και βλέπει πολλές ταινίες και ξένες σειρές.
Instagram: @alpha.pi






Δείτε ακόμη:

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

"Η Ορχήστρα του Αδερφού μου" | EDITORIAL

Η ζωή τα έφερε διαφορετικά για τους ήρωές μας, τον Τιμπό και τον Τζίμι, τα δύο αδέλφια από τη Γαλλία που αγνοούσαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου, αφού όταν γεννήθηκαν δόθηκαν σε διαφορετικές οικογένειες για υιοθεσία. Η ίδια η ζωή με τα δικά της παιχνίδια, αυτά που δεν υπόκεινται σε κανέναν ανθρώπινο νόμο και που δεν μπορούν να ελεγχθούν από την ανθρώπινη επέμβαση, αυτά στα οποία ο άνθρωπος όταν τα βλέπει να παίζονται εμπρός του ανακαλύπτει με τρόμο την ανημποριά του, συνειδητοποιώντας την αδυναμία του και βιώνοντας το συναίσθημα του πώς είναι να χάνεις τον έλεγχο των πραγμάτων και ό,τι με κόπο έχτισες στη ζωή σου, να σε προσπερνά, να σε κάνει στην άκρη, σαν αυτή η ζωή να σου γίνεται ξαφνικά άγνωστη, αυτή η ζωή, με αυτά τα απρόβλεπτα παιχνίδια της, τους ξαναφέρνει κοντά. Όταν ο Τιμπό, αναζητώντας δότη μυελού οστών, έκπληκτος θα ανακαλύψει την ύπαρξη του αδελφού του.
Ο Τιμπό (Μπενζαμέν Λαβέρν), που είναι ένας διεθνούς φήμης αναγνωρισμένος διευθυντής ορχήστρας, δεν έφτασε τυχαία στη θέση που βρίσκεται. Η δόξα του και η αναγνωρισιμότητά του είναι αποτέλεσμα σκληρής και επίμονης δουλειάς που απαιτούσε από αυτόν για 20 χρόνια, 15 ώρες καθημερινής μουσικής μελέτης. Οι συνθήκες της οικογενειακής ζωής του τον ευνόησαν. Βρέθηκε σε ένα περιβάλλον που του δόθηκε η δυνατότητα να αναπτύξει και να καλλιεργήσει στον μέγιστο βαθμό το ταλέντο του. Ο κόσμος που δημιούργησε, ένας κόσμος κλειστός, γεμάτος μουσική - δύσκολη μουσική και στο άκουσμά της και στην τεχνική της ενορχήστρωσής της - τον κράτησε μακριά από τον καθημερινό αγώνα της βιοπάλης, τον αγώνα για επιβίωση, τον αγώνα να κρατηθείς όρθιος σε μια κοινωνία που η ταξική της διάρθρωση δεν επιτρέπει σε όλους ισότιμη διεκδίκηση δικαιωμάτων, δεν δίνει σε όλους τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν τα δικά τους ταλέντα, να ακολουθήσουν τις δικές τους κλίσεις, να γίνουν οι ενορχηστρωτές της δικής τους ζωής. Για την ακρίβεια, επιτρέπει όλα τα παραπάνω στους λίγους και εκλεκτούς της, αυτούς που ο βιοπορισμός τους είναι κάτι δεδομένο και πολύ έξω από τα θέματα που τους απασχολούν. Αυτούς που ζουν σε έναν άλλον κόσμο.
Και από την άλλη, ο Τζίμι (Πιερ Λοτάν). Ο Τζίμι που ζει σε ένα βόρειο προάστιο της Γαλλίας όπου η ανεργία μαστίζει την περιοχή, τα εργοστάσια κλείνουν το ένα μετά το άλλο και ο ίδιος, με την απειλή της ανεργίας να αιωρείται πάνω από το κεφάλι του, βρίσκει διέξοδο στη φιλαρμονική ορχήστρα του εργοστασίου. Μία μπάντα (στο μυαλό μας έρχεται εκείνη η εξαιρετική ταινία του Μαρκ Χέρμαν "Οι Βιρτουόζοι") που η εργατική κοινότητα της περιοχής βρίσκει εκεί το αποκούμπι της, αυτό της ενότητας και του συλλογικού πνεύματος, σε μία εποχή όπου και τα δύο βάλλονται ανελέητα από τη σαρωτική λαίλαπα της κερδοφορίας και του πλουτισμού. Η μπάντα για τον Τζίμι αποτελεί τη μικρή κοινωνία των ανθρώπων όπου τα μέλη της, παρά το πλήθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, προβλήματα που τους κάνουν πολλές φορές να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον και να χάνουν στιγμιαία τους συνεκτικούς τους δεσμούς, ωστόσο νιώθουν μέσα στον μικρόκοσμο αυτής της κοινωνίας ότι είναι ισότιμα. Η μικρή και ασήμαντη για τους άλλους μπάντα τους είναι η κοινωνία που, για να ευημερήσει, λειτουργεί εντελώς διαφορετικά από την έξω κοινωνία. Είναι το μέρος που δεν αφήνει ατροφικά κάποια μέλη της, παρέχοντας τη δυνατότητα σε άλλα να αναπτυχθούν, όπως συμβαίνει στην ευρύτερη κοινωνία στην οποία ζουν. Είναι ο χώρος όπου τα ατομικά προβλήματα βρίσκουν τις λύσεις τους μέσα στο συλλογικό πνεύμα της ατομικής έκθεσης από τη μία, και της αναγνώρισης από την άλλη, του αντίκτυπου που μπορεί να έχει αυτή η έκθεση στην ευημερία και στο κοινό καλό όλων.
Καταλυτικό ρόλο στη συνάντηση των δύο αδελφών διαδραματίζει η μουσική. Η μουσική που για τον καθένα σημαίνει πολλά και διαφορετικά. Που μπορεί να αποτελεί το πεδίο απόδρασης από μία στυγνή πραγματικότητα ή το πεδίο έμπνευσης και δημιουργίας με την αίσθηση της πληρότητας που απορρέει από αυτά ή που μπορεί να αποτελεί τον χώρο όπου συναντιούνται ίδιες σκέψεις, ίδιες αγωνίες, ίδιες αναζητήσεις ανθρώπων που ποτέ δεν έχουν συναντηθεί και που οι ζωές τους απέχουν τεράστια απόσταση η μία από την άλλη. Τα δύο αδέλφια συναντιούνται με έναν αργό βηματισμό στον πυρήνα της πραγματικής τέχνης. Στην υπέρβαση που συντελείται μέσω αυτής. Γιατί η τέχνη αυτό κάνει. Διεισδύει στις ζωές των ανθρώπων και αρχίζει να αφαιρεί από αυτές ό,τι άχρηστο και ανούσιο υπάρχει, μεταφέροντάς τες σε ένα άλλο σύμπαν όπου οι αξίες νοηματοδοτούνται διαφορετικά και βρίσκουν τη θέση που τους αρμόζει. Τι κρίμα που όλες αυτές οι νοηματοδοτήσεις συντελούνται όταν η ίδια η ζωή, παίζοντας τα δικά της απρόβλεπτα παιχνίδια, κινητοποιεί τους μηχανισμούς εγρήγορσης και επαναπροσδιορισμού του πραγματικού λόγου της ύπαρξής μας...
Ο Μάλερ, ο Μπετόβεν, ο Μπαχ, ο Βέρντι συναντούν τον Ραβέλ στους ήχους του "Μπολερό", αυτού του πολύ ιδιαίτερου μουσικού κομματιού που ξεκινά από μια πολύ απλή επαναλαμβανόμενη μελωδία, η οποία σταδιακά μεταμορφώνεται σε μουσική πανδαισία, απελευθερώνοντας όλες τις νότες που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν συμμετείχαν. Σαν οι νότες αυτές να είναι οι ζωές των ανθρώπων που στέκουν στο περιθώριο, αόρατοι, ασήμαντοι για πολλούς, αλλά που κρύβουν μέσα τους ένα τεράστιο απόθεμα δημιουργίας που εκρήγνυται όταν ανακαλύπτουν τη ζεστασιά της αλληλεγγύης, της κατανόησης, της ανθρώπινης επικοινωνίας. Και είναι εκεί, σε αυτή τη μεγαλειώδη συνάντηση, που ο καλλιτέχνης συνειδητοποιεί τη ματαιότητα της ατομικής ευχαρίστησης και το ανούσιο αυτής, όταν το δημιούργημά του δεν δίνει τη σκυτάλη στους αποδέκτες του να συνεχίσουν το έργο του, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, από εκεί που εκείνος το άφησε. Γιατί μέσα από αυτή τη συνέχεια έρχεται η ενότητα, όλοι γίνονται ένα και η μοναξιά, η απώλεια όλων αυτών που θεωρούμε τα πιο σημαντικά στη συμβατική ζωή μας, παύουν να καθίστανται τραυματικά, παύουν να μας πληγώνουν, παύουν να αποτελούν το κέντρο της ύπαρξής μας.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας "Ένας Θρίαμβος", ο Εμμανουέλ Κουρκόλ, καταφέρνει για άλλη μία φορά να μας κάνει να συγκινηθούμε, να γελάσουμε, να κλάψουμε με τα μικρά μεγάλα της ζωής μας και να μας μεταδώσει, σε μια πολύ ζεστή και ανθρώπινη ταινία, πως η τέχνη υπάρχει για να ενώνει, να απελευθερώνει και να μας ταξιδεύει στα ηλιόλουστα μονοπάτια της, εκεί όπου η ματαιότητα των πράξεων που πηγάζει από την εγωκεντρική ματιά μας παραχωρεί τη θέση της στην παραδοχή της βαθιάς ανάγκης μας για συμπόρευση σε έναν κοινό αγώνα, που η ομορφιά του βρίσκεται στο βίωμα της αρμονικής συνύπαρξης.
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

"Το Αγαπημένο μου Γλυκό" | EDITORIAL

Ιράν (2024) των Μάριαμ Μογκαντάμ και Μπεχτάς Σαναεχά.
Υπάρχει ένα παλιό ρητό στο Ιράν. Οι ερωτευμένοι φτιάχνουν καλό κρασί. Όσο πιο πολύ αγαπιούνται τόσο καλύτερο το κρασί. Και υπάρχει και μια παλιά παράδοση. Για κάθε ποτήρι κρασί που πίνεις ρίχνεις και μια γουλιά στο χώμα για τους νεκρούς. Να τους μεταφέρεις λίγο από τη δική σου αγαλλίαση, τη δική σου γλυκιά μέθη.
Ο 70χρονος Φαραμάρζ και η συνομήλική του Μαχίν τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους πίνοντας στην πιο ευτυχισμένη νύχτα της ζωής τους, αφού πρώτα έχουν ποτίσει με μια γουλιά από το κρασί τους το χώμα. Ο έρωτας και ο θάνατος δεν τους τρομάζουν. Τον πρώτο τον επιζητούν, τον δεύτερο τον έχουν αποδεχτεί, αφού πλέον βρίσκονται και οι δύο στη δύση της ζωής τους.
Λίγο πριν τους τυλίξει η αιώνια μοναξιά, αποφασίζουν να μοιραστούν τη μοναξιά της πρόσκαιρης ζωής τους, συνειδητοποιώντας ότι ο χρόνος δεν μετριέται με τη διεκπεραίωση των υποχρεώσεων της ζωής, αλλά με τις μικρές ανθρώπινες στιγμές που μπορεί να φέρουν την προσωπική πλήρωση του καθενός. Εκείνες τις στιγμές όπου όλα τα βάρη και οι φόβοι που σου έχουν επιβληθεί και που εσύ με τη σειρά σου έχεις επιβάλλει στον εαυτό σου, διαλύονται σαν χάρτινος πύργος, όταν ο ίδιος σου ο εαυτός επαναστατεί, διεκδικώντας αυτό που για πολλά χρόνια του είχε στερηθεί.

Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί και θρησκευτικοί περιορισμοί που καταπιέζουν τις ζωές των ανδρών και των γυναικών στο Ιράν. Είναι και ο ηλικιακός ρατσισμός που δεν συναντάται μόνο στο Ιράν. Είναι η εσωτερίκευση του απαγορευτικού δικαιώματος στην τρίτη ηλικία να ερωτευτεί. Είναι η παραίτηση των ανθρώπων αυτής της ηλικίας να αναζητήσουν στη συντροφικότητα αυτό που λείπει από τη ζωή τους. Να γεμίσουν το κενό της μοναξιάς τους που γίνεται ανυπόφορη, όταν στα μάτια των άλλων αντιμετωπίζονται ως άτομα που καλό είναι να κάτσουν στη γωνίτσα τους και να μην ενοχλούν, ως άτομα που περνούν απαρατήρητα, ως άτομα που στην καλύτερη των περιπτώσεων αντιμετωπίζονται στοργικά από τους οικείους τους και στη χειρότερη αποτελούν βάρος για αυτούς. Ο Φαραμάρζ και η Μαχίν διεκδικούν ό,τι έχουν στερηθεί. Και η διεκδίκηση τούς αλλάζει. Τους μεταμορφώνει. Τους αναζωογονεί. Τα πόδια δεν σέρνονται βαριά και νωχελικά, αλλά απογειώνονται στον χορό, αποκτούν την ενέργεια που τους έλειπε τόσο χρόνια, μια ενέργεια που εξωτερικεύεται και αντιλαμβανόμαστε τη δυναμική της, στα βλέμματα που συναντιόνται, στα χέρια που αγγίζονται, στα σώματα που ανακαλύπτουν τους δικούς τους ρυθμούς και αφήνονται να παρασυρθούν σε αυτούς, εκφράζοντας χωρίς ενδοιασμούς και υπεκφυγές, αλλά με απόλυτη ειλικρίνεια και μια φυσική ευγένεια, την επιθυμία να ζήσουν, να αγαπηθούν, να μοιραστούν, να προσφέρουν ο ένας στον άλλον τον εσωτερικό τους πλούτο που κρατούσαν φυλακισμένο στα σώματα αυτά.
Τα σώματα που ντρέπονται να τα αποκαλύψουν στον άλλον, που νιώθουν άβολα με αυτά, αλλά που το πλησίασμα των δύο ανθρώπων τους φέρνει πιο κοντά σε αυτά τα κουρασμένα και παραμελημένα σώματα. Έτσι που τα αγαπούν. Γιατί έτσι συμβαίνει με την αγάπη δύο ανθρώπων.  Καταλύονται όλες οι αναστολές, όλα τα επιβεβλημένα εμπόδια, όλοι οι μασκαρεμένοι εαυτοί και πλέον "γυμνοί" οδεύουν ο ένας προς τον άλλο. Η Μαχίν δεν φοβάται την κουτσομπόλα  γειτόνισσα των αυστηρών ηθών, δεν φοβάται να κοιμηθεί με έναν άντρα που πριν λίγο γνώρισε, δεν φοβάται να βάλει δυνατά τη μουσική και να χορέψει. Και στον χορό της, ο Φαραμάρζ ακόμη πιο φοβισμένος, ακόμη πιο συνεσταλμένος, αφήνεται  να παρασυρθεί από την πιο ενεργητική και δραστήρια  Μαχίν, αποβάλλοντας και αυτός σταδιακά, όλες τις ιδεοληψίες που άφηνε να κυριαρχούν στη ζωή του, στερώντας του το βασικό δικαίωμα. Να τη ζήσει με τον τρόπο που εκείνος ήθελε. 
Τη σκηνοθέτρια και τον σκηνοθέτη της ταινίας, Μαριάμ Μογκαντάμ και Μπεχτάς Σαναεχά, αντίστοιχα, τους έχουμε συναντήσει στην ταινία "Η μπαλάντα της λευκής αγελάδας" (2020) όπου εκεί το βασικό θέμα ήταν η θανατική ποινή,  ένα πολύ καυτό θέμα που απασχολεί τον λαό του Ιράν και έχει τεθεί καταγγελτικά, φυσικά,  και στις δύο τελευταίες ταινίες του Ρασούλοφ. Στη "μπαλάντα της λευκής αγελάδας" πρωταγωνιστούσε η σκηνοθέτρια, Μαριάμ Μογκαντάμ, αλλά και σε έναν πολύ μικρο ρόλο - της καλής, αλλά υποταγμένης  γειτόνισσας - είχαμε ξεχωρίσει την Λίλι Φαραντπούρ, που ως κεντρική πλέον ηρωίδα της ταινίας "Το αγαπημένο μου γλυκό" παραδίδει μαθήματα ηθοποιίας με την απλότητά της, την ικανότητά της να αποδίδει με απόλυτη ειλικρίνεια τα συναισθήματά της, έτσι που νιώθεις ότι δεν υποκρίνεται, αλλά απλά μας παρουσιάζει τον πραγματικό της εαυτό. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον συμπρωταγωνιστή της τον Ισμαήλ Μεχραμπί.
Η ερωτική περιπέτεια και των δύο ξεπερνά τα γεωγραφικά και εθνογραφικά σύνορα. Γιατί εδώ πρόκειται για μια υπέρβαση που δεν έχει να κάνει μόνο με τις χρόνια συσσωρευμένες καταπιέσεις, πολλές από τις οποίες προέρχονται και από το ίδιο το καθεστώς. Έχει να κάνει κυρίως με την υπέρβαση δύο μεγάλων ανθρώπων που ενώ πίστευαν  ότι η ζωή τους έχει τελειώσει - ίσως γιατί εκπαιδευόμαστε από μικροί να πιστεύουμε ότι μετά τα 70 έρωτες και αγάπες δεν χωράνε - τελικά ανακαλύπτουν πώς όχι μόνο δεν έχει τελειώσει, αλλά μπορεί να τους δώσει μέσα σε λίγες στιγμές την πραγματική ευτυχία που στα προηγούμενα χρόνια δεν είχαν καν διανοηθεί ότι μπορεί να βιώσουν. Μία ευτυχία που χτίζεται με απλά πράγματα, μόνο που τα απλά αυτά πράγματα έχουν μέσα τους όλη την  αλήθεια και όλο το απόσταγμα εκείνης της γλύκας που φωλιάζει στις ψυχές των ανθρώπων που δεν θέλουν μόνο να αγαπηθούν, αλλά που μπορούν και να αγαπήσουν. Εκείνης της γλύκας του αγαπημένου τους γλυκού που περιμένουν να το μοιραστούν, γιατί η μοιρασιά, αλλά και η αναμονή της μοιρασιάς το κάνει πάντα πιο γλυκό...
Η ταινία  απέσπασε το Βραβείο Κριτικών στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...

"Όλα θα Πάνε Καλά" του Ρέι Γιούνγκ | EDITORIAL

Η Πατ που για πάνω από τριάντα χρόνια συζούσε με την Άντζι, δεν ζει πια. Πεθαίνει ξαφνικά, αφήνοντας μόνη την Άντζι που πενθεί ολοκληρωτικά τον χαμό της. Ολοκληρωτικά, γιατί η Πατ και η Άντζι αγαπιόντουσαν πολύ. Η μία συμπλήρωνε την άλλη. Τα απλά καθημερινά πράγματα που έκαναν μαζί δεν αποτελούσαν ρουτίνα για αυτές, αλλά μια ιεροτελεστία που τους χάριζε μια άφατη ηρεμία και ικανοποίηση. Κάθε μέρα, ακόμη και αν αποτελούσε επανάληψη της προηγούμενης, φωτίζονταν με το φως της αγάπης τους, που χάριζε και στις δύο την ευτυχία. Την ευτυχία που συντελείται με τα πολύ απλά. Τη βόλτα στην εξοχή. Την προετοιμασία του πρωινού. Την ετοιμασία ενός εορταστικού δείπνου. Τα καθημερινά ψώνια. Τις  μικρές, χαρούμενες στιγμές που απολαμβάνεις στις συναντήσεις σου με τους φίλους, που ξέρεις ότι νοιάζονται για εσένα. Απλά, καθημερινά πράγματα που αντικατοπτρίζουν όμως, μια πολύ βαθιά σχέση που η Πατ και η Άντζι έχτισαν, ακούγοντας για χρόνια τις εσωτερικές τους φωνές και πηγαίνοντας κόντρα στις θεσμοθετημένες αρχές μιας κοινωνίας, που νομικά δεν αποδέχεται τη δημιουργία οικογένειας μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών. 
Ο Ρέι Γιούνγκ γύρισε την ταινία αυτή, όταν είχε ανοίξει η συζήτηση σχετικά με την έλλειψη ενός νομικού πλαισίου στο Χονγκ Κονγκ, που να στηρίζει τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Όμως η ταινία δεν στέκεται μόνο σε αυτό. Προχωρά πολύ πιο πέρα, αναδεικνύοντας όχι απλά την έλλειψη αυτού του πλαισίου - μία έλλειψη που υπάρχει άλλωστε σε πολλές χώρες- αλλά τη δυσκολία του κοινωνικού συνόλου να αποδεχτεί, ουσιαστικά, τη συμβίωση και τη δημιουργία οικογένειας με όλα τα δικαιώματα που απολαμβάνει το κάθε μέλος της, όταν αυτή η οικογένεια δημιουργείται από ομόφυλα ζευγάρια. 
Όταν η Πατ πεθαίνει, το σπίτι ανήκει ουσιαστικά στην Άντζι, αφού μαζί το αγόρασαν και στέγασαν την αγάπη τους σε αυτό. Όμως δεν της ανήκει τυπικά, αφού η Πατ δεν είχε προλάβει να μεταφέρει τους τίτλους ιδιοκτησίας στην αγαπημένη της σύντροφο. Έτσι οι συγγενείς της Πατ, ο αδελφός της και η οικογένεια του, το διεκδικούν, αφού τυπικά αυτοί είναι οι κληρονόμοι. Και ενώ όσο ζούσε η Πατ έδειχναν να έχουν αποδεχτεί τη σχέση της και θεωρούσαν την Άντζι μέλος της οικογένειάς τους, τώρα όλα αυτά σιγά σιγά ανατρέπονται, αφού τα οικονομικά συμφέροντα φαίνονται να αποτελούν έναν πολύ ισχυρό παράγοντα στη διαμόρφωση των στάσεων τους απέναντι τελικά στις ίδιες τους τις πεποιθήσεις, απέναντι στη διαμόρφωση των πραγματικών τους συναισθημάτων προς τις δύο γυναίκες, στο πλαίσιο των νέων συνθηκών. Και όσο προχωρά δραματουργικά  η ταινία, ανακύπτουν και άλλα θέματα. Οι στάσεις και οι συμπεριφορές των ανθρώπων, καθώς και τα συναισθήματά τους κατά πόσο εξαρτώνται από την ταξική τους θέση σε μία κοινωνία όπου η κοινωνική διαστρωμάτωση συντελεί καταλυτικά στη  διαμόρφωση του τρόπου ζωής τους;
Ο αδελφός της Πατ σε μεγάλη ηλικία αναγκάζεται να δουλεύει νυχτερινές βάρδιες για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.  Η παντρεμένη κόρη του, με τον σύζυγο και τα δύο μικρά παιδιά τους, ζουν σε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα που μόλις και καταφέρνουν να περπατούν σε αυτό. Η έλλειψη στέγης στο Χονγκ Κονγκ αποτελεί πολύ μεγάλο πρόβλημα για τους φτωχούς ανθρώπους. Σε μία πόλη - που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή και εμπορικά κέντρα του κόσμου , όπου εκεί εδρεύει η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα η HSBC (Hong Kong Shanghais Banking) - οι άνθρωποι των χαμηλών εισοδημάτων στοιβάζονται κυριολεκτικά, μέσα σε πολύ μικρούς χώρους ή αναγκάζονται να ζήσουν με τους γονείς τους με όλα τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργεί μια τέτοια συγκατοίκηση.  Μας μεταδίδεται αυτό στην ταινία με την κάμερα τοποθετημένη με τρόπο που οι άνθρωποι μέσα στα σπίτια να έχουν το ίδιο μέγεθος με τον χώρο αυτών, μεταφέροντάς  μας την αίσθηση που μας δημιουργείται από την έλλειψη ζωτικού χώρου που θα εξασφάλιζε μία άνεση και μία ελευθερία κινήσεων.  Το κλειστοφοβικό του χώρου, αντανακλά και το "κλειστό" μέσα στο οποίο έχουν οριοθετήσει τις ζωές τους οι άνθρωποι αυτοί. 
Ο Ρέι Γιούνγκ παρουσιάζει τους ήρωες της ταινίας του, κατανοώντας την αδυναμία τους να μπουν στη θέση της Άντζι η οποία έρχεται αντιμέτωπη με δύο μεγάλες ανατροπές της ζωής της. Δεν πρόκειται να είναι ποτέ μαζί ξανά με την πολυαγαπημένη σύντροφό της και ταυτόχρονα  διαπιστώνει ότι οι πιο κοντινοί άνθρωποι της συντρόφου της με τους οποίους νόμιζε ότι είχε αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς, τελικά οι δεσμοί αυτοί δεν ήταν τόσο ισχυροί και ξαφνικά για αυτούς είναι μία ξένη, στην καλύτερη περίπτωση μία φίλη. Και εδώ το ζήτημα της αποδοχής μπαίνει στη σωστή του βάση.  Αποδεχόμαστε κάποιον όταν ανεχόμαστε τη διαφορετικότητα του, συγκαλύπτοντας αυτή την ανοχή με το να είμαστε ευγενικοί απέναντί του;  Πώς σχετίζεται η ουσιαστική αποδοχή του άλλου με τον ίδιο μας τον εαυτό; Ποιες είναι οι δικές μας παράμετροι που καθορίζουν τις προσωπικές μας σχέσεις και τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο; Και πώς οι παράμετροι αυτοί αντανακλώνται στη συμπεριφορά μας απέναντι σε κάποιον που θεωρούμε ότι αποκλίνει από τα καθορισμένα κοινωνικά πρότυπα; 
Με αργούς αφηγηματικούς ρυθμούς, ο Ρέι Γιούνγκ μας συστήνει τους ήρωές του, την κεντρική του  ηρωίδα την Άντζι, τους συγγενείς της Πατ,  αλλά και την ίδια την Πατ που αν και νεκρή νιώθουμε διαρκώς την παρουσία της, γιατί νιώθουμε τη μεγάλη αγάπη που συνέδεε τις δύο γυναίκες.  Και μέσα από αυτούς τους αργούς ρυθμούς, μας δίνει τον απαραίτητο χρόνο  να κατανοήσουμε το βαθύ νόημα της αποδοχής. Να κατανοήσουμε ότι η ουσία αυτής της λέξης βρίσκεται όχι απλά και μόνο  στην αποδοχή των επιθυμιών ενός ατόμου,  που μπορεί να μην συμβαδίζουν με τις κοινωνικές νόρμες, αλλά στην κατανόηση των κινήτρων αυτών των επιθυμιών που ωθούν το άτομο να ξανοίγεται σε διαφορετικούς κόσμους, να σχετίζεται με διαφορετικούς τρόπους και να δημιουργεί γύρω του ένα διαφορετικό σύμπαν. Ένα σύμπαν, που ακόμη και αν το άτομο φύγει από τη ζωή ο κόσμος του θα εξακολουθεί να υπάρχει και να στηρίζεται όχι μόνο από τους ανθρώπους που ανήκουν, αλλά και από εκείνους που δεν ανήκουν σε αυτό, ωστόσο όμως, έχουν κατανοήσει πλήρως την ανάγκη ύπαρξης και δημιουργίας του. 
Η ταινία βραβεύτηκε με το Teddy Award (διεθνές κινηματογραφικό βραβείο για ταινίες με ΛΟΑΤΚΙ θεματική) στο  Φεστιβάλ Βερολίνου και προβάλλεται στις αίθουσες.
 
--------------------------------
Καλλίτσα Βλάχου
Εκπαιδευτικός, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και  μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πετρούπολης. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts/MA) της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, στα πλαίσια του οποίου εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία με τίτλο: «Κινηματογραφικά είδη και κινήματα,ως αντανακλάσεις του κοινωνικού τους πλαισίου. Μετεξέλιξη αυτών, φτάνοντας στον κοινωνικό κινηματογράφο του σήμερα». Έχει παρακολουθήσει με επιτυχία τα παρακάτω Προγράμματα του ΕΚΠΑ: «Κινηματογραφική Γραφή: Αφήγηση και Ύφος», «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» και  «Κινηματογράφος: Ιστορία, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας».
Τον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, βλέπει ταινίες, και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τον υπόλοιπο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, απλά προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία της...
 
 
 
Κινηματογραφική Λέσχη Πετρούπολης dimos petroupolis petroupoli.gov.gr pkdp.gr σινέ πετρούπολις Δήμος Πετρούπολης Θερινός Κινηματογράφος Πετρούπολης δημοτικός κινηματογράφος πετρούπολης Θερινό Σινεμά Πετρούπολης Πνευματικό Κέντρο Πετρούπολης editorial πολιτιστικό κέντρο πετρούπολης άρθρα πρόγραμμα 2017 Κινηματοθέατρο Πετρούπολις Ελεύθερη είσοδος παιδική ταινία πρόγραμμα 2018 όσκαρ πρόγραμμα 2019 ελληνική ταινία cinelesxi_petroupolis Petroupoli Πετρούπολη καλοκαίρι 2022 Ταινίες Ινστιτούτο Θερβάντες Σινεμά Πετρούπολη καλοκαίρι 2018 πρόγραμμα 2020 καλοκαίρι 2019 καλοκαίρι 2021 Ισπανική πρεσβεία καλοκαίρι 2020 καλοκαίρι 2023 κωμωδία Πρεσβεία Αργεντινής καλοκαίρι 2025 πρόγραμμα 2025 Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης γαλλική ταινία καλοκαίρι 2024 Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών ισπανική ταινία πρεσβεία βενεζουέλας ιταλική ταινία χειμώνας 2019-2020 Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας ιρανική πρεσβεία Πρεσβεία Νορβηγίας ιρανική ταινία Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Απρίλιος 2019 Ιούνιος 2023 πρόγραμμα 2021 Ιανουάριος 2024 Μάρτιος 2024 Πρεσβεία Ουρουγουάης πρεσβεία Ισημερινού